Παρελθόν θα πρέπει να θεωρείται, πλέον, ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στο κρασί, αφού οι προσπάθειες των οινοπαραγωγών έκαμψαν τις αντιστάσεις της κυβέρνησης, η οποία και κατέθεσε τη σχετική τροπολογία για την κατάργησή του, προμηνύοντας και σημαντικές αλλαγές σε όλη την αγορά, μέχρι και τους τελικούς πωλητές, όπως τα μίνι μάρκετ.
Του Βάιου Τασούλα
Έρχονται αλλαγές στις τιμές των προϊόντων στα ράφια
Στα μέσα Δεκεμβρίου ψηφίστηκε η τροπολογία με την οποία μηδενίζεται ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στο κρασί, κλείνοντας με αυτό τον τρόπο μια μακρά περίοδο που ταλάνισε την αγορά του οίνου, δημιουργώντας σωρεία προβλημάτων στην αγορά, με τις τιμές να «εκτοξεύονται» στα ύψη και όλους τους εμπλεκόμενους να δέχονται «μαχαίρι» στα δικά τους περιθώρια κέρδους, αλλά και στην κατανάλωση στην Ελλάδα.
Με τη νέα τροπολογία, όμως, που κατατέθηκε σε νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Κοινωνικής Αλληλεγγύης, προκειμένου να ψηφιστεί από την Ολομέλεια της Βουλής, ο ΕΦΚ αποτελεί παρελθόν, καθώς «με τις προτεινόμενες διατάξεις του πρώτου άρθρου αντικαθίστανται τα άρθρα 91 και 93 του Εθνικού Τελωνιακού Κώδικα (ν.2960/2001, Α’ 265) και καταργείται ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) με συντελεστή είκοσι (20) ευρώ ανά εκατόλιτρο τελικού προϊόντος, που επιβάλλεται στα προϊόντα του άρθρου 90 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, ήτοι στο κρασί» και συνεχίζει «η κατάργηση του εν λόγω Ε.Φ.Κ. προτείνεται για την αντιμετώπιση των στρεβλώσεων που έχουν δημιουργηθεί στην αγορά του κρασιού, με σκοπό την ενίσχυση του κλάδου που δραστηριοποιείται στον τομέα παραγωγής του».
Η κατάργηση θα ισχύσει από τις αρχές του νέου έτους και, σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, οι απώλειες στον κρατικό προϋπολογισμό υπολογίζονται στα 28 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Βέβαια, ολόκληρη η αγορά του οίνου αναμένεται πλέον να λάβει μια μεγάλη ώθηση προς την ομαλή λειτουργία και ανάπτυξή της.
Η απόφαση του ΣτΕ έκανε τη διαφορά
Όλα ξεκίνησαν το 2016, όταν ο Σύνδεσμος Ελληνικού Οίνου μαζί με την Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Αμπέλου και Οίνου (ΕΔΟΑΟ), την Κεντρική Συνεταιριστική Ένωση Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ), ένα συνεταιριστικό οινοποιείο (Τύρναβος) κι έναν μικρό οινοπαραγωγό από τις Σέρρες (κ. Δ. Π.) κατέθεσε αίτηση ακύρωσης του ΕΦΚ στο ΣτΕ, προβάλλοντας 13 λόγους ακυρότητας, στη βάση του εθνικού και του ευρωπαϊκού δικαίου.
Η απόφαση του ΣτΕ βγήκε δύο χρόνια αργότερα κι ήταν θετική για τους φορείς του οίνου, αφού επί της ουσίας με αυτή το Ανώτατο Δικαστήριο αναίρεσε την ύπαρξη φορολογητέας ύλης και ως εκ τούτου αφαίρεσε το δικαίωμα είσπραξης φόρου για το κρασί από το κράτος. Το συγκεκριμένο γεγονός άνοιξε ουσιαστικά το δρόμο για περαιτέρω εξελίξεις, με τα στελέχη της κυβέρνησης να προδιαγράφουν με τη σειρά τους την κατάργησή του.
Συγκεκριμένα, η απόφαση του ΣτΕ ανέφερε ότι «τα προϊόντα τα οποία κατά την έναρξη της ισχύος του ν. 4346/2015 βρίσκονταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε ανάλωση, εκτός φορολογικής αποθήκης και, ως εκ τούτου, αυτά υπέκειντο στον μηδενικό συντελεστή ΕΦΚ που ίσχυε μέχρι και τις 31.12.2015. Επομένως, οι ρυθμίσεις του άρθρου 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που επιβάλλουν εισαγωγή των προϊόντων αυτών σε φορολογική αποθήκη, δηλαδή, κατ’ αποτέλεσμα, άρση του καθεστώτος της κατανάλωσης και υπαγωγή τους στον από 1.1.2016 ισχύοντα συντελεστή ΕΦΚ, στερούνται εξουσιοδοτικού ερείσματος. Άλλως τε, εν όψει των ειδικών ρυθμίσεων του άρθρου 78 παρ. 3 του Συντάγματος, αναδρομική επιβολή φόρου καταναλώσεως δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτή (πρβλ ΣΕ 1057/2017- 62/2017, Ολομ.). Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος ακυρώσεως».
Ειδική αναφορά στον μικρό οινοπαραγωγό
Η απόφαση του ΣτΕ αναφέρεται συγκεκριμένα και στις λεπτομέρειες που αφορούν τους μικρούς οινοπαραγωγούς στην Ελλάδα, σημειώνοντας ότι «καμία διάταξη της Οδηγίας, ούτε άλλως τε και του ΕΤΚ, δεν εξαιρεί τα αγαθά αυτά, που δεν έχουν ακόμη διατεθεί στην κατανάλωση, από το καθεστώς της αναστολής, ούτε επιτρέπει να επιβληθεί στον μικρό οινοπαραγωγό να προκαταβάλει τον ΕΦΚ με την ολοκλήρωση της παραγωγής και πριν διαθέσει τα προϊόντα του στην αγορά.
Το ειδικό καθεστώς των μικρών οινοπαραγωγών συνίσταται ακριβώς στο ότι (υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι είναι και κατά τα λοιπά συνεπείς περί την τήρηση των γενικών φορολογικών υποχρεώσεων που υπέχουν ως επιτηδευματίες) η τακτική τήρηση εκ μέρους τους των διατυπώσεων, βιβλίων και παραστατικών που προβλέπονται από την αμπελοοινική νομοθεσία αναπληρώνει τις γενικές υποχρεώσεις που συνοδεύουν το καθεστώς αναστολής, δηλαδή την υποχρέωση να διατηρούν φορολογική αποθήκη και να διακινούν τα προϊόντα τους με κάλυψη φορολογικού ΣΔΕ.
Τούτο επιβεβαιώνεται και από την ειδική μνεία στο άρθρο 40 της Οδηγίας ότι οι μικροί οινοπαραγωγοί υποχρεούνται να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την νομοθεσία αυτή, η οποία θα ήταν περιττή αν επρόκειτο για απλή υπόμνηση υποχρεώσεων που είναι γενικές υποχρεώσεις όλων των οινοπαραγωγών. Άλλωστε, οι υποχρεώσεις ποιοτικής και ποσοτικής παρακολούθησης των αμπελοοινικών προϊόντων, από το αμπέλι μέχρι την λιανική πώληση, έτσι όπως εξειδικεύονται στις διατάξεις της ενωσιακής αμπελοοινικής νομοθεσίας, λόγω του αναλυτικού τους χαρακτήρα, αν έχουν τηρηθεί πιστά, φαίνεται να επιτρέπουν, κατ’ αρχήν, όλες τις φορολογικά κρίσιμες ελεγκτικές επαληθεύσεις και διασταυρώσεις».