Πάνω από τις μισές επιχειρήσεις (55%) στη Θεσσαλονίκη δηλώνουν ότι ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας τις έχει επηρεάσει, αυξάνοντας το κόστος πρώτων υλών, προϊόντων και ενέργειας, με το 42% να δηλώνουν ότι έχει μειωθεί η ζήτηση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα οικονομικής συγκυρίας για το νομό Θεσσαλονίκης «Βαρόμετρο» του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου (ΕΒΕΘ), το 22% διαπιστώνει ελλείψεις πρώτων υλών/προϊόντων στην αγορά και το 8% δηλώνει ότι έχουν επηρεαστεί οι εξαγωγές της επιχείρησης. Πάνω από οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν αυξημένο ενεργειακό κόστος, ενώ καταγράφονται ελλείψεις σε πρώτες ύλες.
Οι επιχειρήσεις, σε ποσοστό 82%, δηλώνουν ότι έχει αυξηθεί το συνολικό ενεργειακό κόστος λειτουργίας τους. Η μέση αύξηση που αναφέρεται είναι 75%, ενώ το 13% των επιχειρήσεων αναφέρουν ανατιμήσεις άνω του 100% και το 40% άνω του 50%. Τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις (ποσοστό 74%) θεωρούν πως το αποτελεσματικότερο μέτρο για την αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ενέργειας και καυσίμων θα ήταν η μείωση του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ενώ το 36% επιλέγει τον καθορισμό πλαφόν στις τελικές τιμές ενέργειας/καυσίμων και το 32% την υψηλότερη επιδότηση των επιχειρήσεων για την αγορά ενέργειας ή/και καυσίμων. Το 61% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της σε εθνικό επίπεδο το αυξημένο κόστος ενέργειας.
Ακόμη, πάνω από τέσσερις στις 10 επιχειρήσεις διαπιστώνουν προβλήματα ελλείψεων πρώτων υλών ή προϊόντων στην αγορά, είτε σε μικρό βαθμό (24%) είτε σε μεγάλο βαθμό (19%).
Περαιτέρω, τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις (74%) αναφέρουν ότι είδαν αύξηση των τιμών πρώτων υλών και προϊόντων γενικά και μόλις το 13% δεν αναφέρουν κάποια αύξηση κόστους. Μεταξύ όσων έχουν διαπιστώσει αυξήσεις, το μέσο ποσοστό ανατιμήσεων στις πρώτες ύλες διαμορφώνεται – κατά δήλωση τους – στο 52%, ενώ το 29% διαπιστώνουν αυξήσεις άνω του 50% και 5% άνω του 100%. Συνολικά, το 65% των επιχειρήσεων αναφέρουν ότι ενσωμάτωσαν ή ενσωματώνουν τις αυξήσεις στο κόστος πρώτων υλών και ενέργειας στο τελικό κόστος πώλησης των προϊόντων ή υπηρεσιών τους, είτε σε μικρό βαθμό (29%), είτε σε μεγάλο βαθμό (17%), είτε εξ ολοκλήρου (19%).
Κατά τα λοιπά, η πλειονότητα των επιχειρήσεων (68%) δηλώνει ότι η πανδημία έχει πλέον μικρή (35%) ή και καμία (33%) επίπτωση στη λειτουργία τους. Μάλιστα, το 33% των επιχειρήσεων αναφέρουν ότι έχουν ήδη επανέλθει σε κανονικά επίπεδα λειτουργίας (προ της πανδημίας COVID-19), το 24% αναμένουν την επαναφορά σε κανονικά επίπεδα λειτουργίας κάποια στιγμή μέχρι το τέλος του 2022, ενώ το 14% κάποια στιγμή μέσα στο 2023 και το 8% από το 2024 και μετά. Μόλις το 4% των επιχειρήσεων του Νομού Θεσσαλονίκης αναφέρει πλέον ότι η επιχείρηση δεν θα επανέλθει ποτέ ξανά στα προ της πανδημίας COVID-19 επίπεδα.