Σε ένα πολυκαναλικό μοντέλο κατευθύνεται η αγορά καθώς οι καταναλωτές όλων των ηλικιακών ομάδων και κοινωνικών τάξεων συνδυάζουν τις επισκέψεις στα φυσικά καταστήματα και τις διαδικτυακές αναζητήσεις για τις αγορές τους, σύμφωνα με το Θάνο Μαύρο, Επικεφαλής Τομέα Καταναλωτικών Προϊόντων και Λιανεμπορίου της EY στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Σύμφωνα με τον κ. Μαύρο, η στροφή προς το ηλεκτρονικό εμπόριο υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες αλλαγές στη ζωή μας που πυροδότησε η πανδημία. Ξεκινώντας από την περίοδο των διαδοχικών lockdowns, οι καταναλωτές μείωσαν τις επισκέψεις στα φυσικά καταστήματα, ενώ σημαντικές μερίδες του πληθυσμού, που δεν είχαν μεγάλη σχετική εμπειρία, εξοικειώθηκαν και στράφηκαν σε μονιμότερη βάση στις online αγορές. Η ετήσια έρευνα της ΕΥ Ελλάδος, Future Consumer Index, μέσα από δύο διαδοχικές εκδόσεις, το 2021 και το 2022, κατέγραψε τη στροφή αυτή, τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι καταναλωτές, κατά την εξ ανάγκης απότομη προσαρμογή τους και τις νέες πρακτικές αγορών που αναδύθηκαν την τελευταία διετία.
«Η μεγάλη φυγή από τα φυσικά καταστήματα που κατέγραψε η έρευνα το 2021 έχει υποχωρήσει, χωρίς, όμως, να έχουμε επανέλθει στην προ-COVID κανονικότητα» σημειώνει ο κ. Μαύρος και συμπληρώνει ότι το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι επισκέπτονται λιγότερο συχνά τα φυσικά καταστήματα υποχώρησε από 59% το 2021 στο 36% εφέτος.
Όταν ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες στην έρευνα η εκτίμησή τους για τις αλλαγές στις καταναλωτικές τους συνήθειες μακροπρόθεσμα, πάνω από τους μισούς (57%, από 37% το 2021), τοποθετήθηκαν θετικά ως προς τις διαδικτυακές αγορές, δηλώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι θα κάνουν περισσότερες online αγορές αγαθών διαρκείας (32%), θα ψωνίζουν online προϊόντα που πριν αγόραζαν σε φυσικά καταστήματα (29%), ή θα επισκέπτονται μόνο καταστήματα που προσφέρουν σπουδαίες εμπειρίες (28%). Ωστόσο, μια ισχυρή μειοψηφία των καταναλωτών (32%, μειωμένο σε σχέση με το 37% του 2021) εξακολουθεί να διατηρεί αντιστάσεις απέναντι στο ηλεκτρονικό εμπόριο.
«Συγχρόνως, μια σειρά από θέματα που συνδέονται με τις διαδικτυακές αγορές και προβλημάτιζαν τους καταναλωτές φαίνεται να ξεπερνιούνται, καθώς οι επιχειρήσεις του κλάδου προσαρμόζονται και, παράλληλα, οι καταναλωτές εξοικειώνονται με τις σχετικές διαδικασίες», αναφέρει ο κ. Μαύρος. Το κυριότερο πρόβλημα, το 2021, σύμφωνα με έναν στους δύο Έλληνες καταναλωτές (49%) ήταν οι αργοί χρόνοι παράδοσης ή αποστολής, καθώς, ιδιαίτερα οι εταιρείες ταχυμεταφορών, δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν, αρχικά, στον αυξημένο φόρτο εργασίας που προκάλεσε η πανδημία. Φέτος, το πρόβλημα αυτό φαίνεται να υποχωρεί, καθώς απασχολεί, πλέον, μόνο έναν στους πέντε καταναλωτές (21%), ποσοστό που ευθυγραμμίζεται, πλέον, με τα παγκόσμια (19%) και τα ευρωπαϊκά (18%) ευρήματα της έρευνας.
Στη φετινή έρευνα, ως κυρίαρχο πρόβλημα αναδεικνύεται το υψηλό κόστος παράδοσης / αποστολής (42%, από 47% το 2021), και πάλι σε υψηλότερα ποσοστά από τον υπόλοιπο κόσμο (31%) και την Ευρώπη (34%). Ζητήματα όπως η δυσκολία στην αλλαγή προϊόντων (29%) και η ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων (20%), εξακολουθούν να προβληματίζουν, με σημαντικά, όμως, χαμηλότερη ένταση (43% και 37% αντίστοιχα το 2021). ‘Αλλοι παράγοντες που εξακολουθούν να λειτουργούν ανασταλτικά είναι, επίσης, η δυσκολία στην επιστροφή χρημάτων (20%), αλλά και η μη δυνατότητα σύγκρισης (20%) ή επιλογής, ιδιαίτερα των φρέσκων προϊόντων (19%).