Ο κλάδος των σπορέλαιων κερδίζει έδαφος στην εγχώρια αγορά τα τελευταία έτη, ενώ σε χαμηλά επίπεδα κυμαίνεται η αγορά των μαργαρινών στη χώρα μας, σύμφωνα με κλαδική μελέτη της ICAP CRIF. Η τιμή των σπορέλαιων και μαργαρινών, σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών και την τιμή πώλησης των υποκατάστατων προϊόντων (π.χ. ελαιόλαδο, βούτυρο) κατευθύνει τη ζήτηση στον εξεταζόμενο κλάδο. Παράλληλα, οι καταναλωτικές προτιμήσεις επιδρούν στη ζήτηση ανεξάρτητα από το εισόδημα των νοικοκυριών, με ορισμένους καταναλωτές να προτιμούν το ελαιόλαδο, με την πεποίθηση ότι είναι πιο υγιεινό, ενώ οι επιχειρήσεις (κέντρα εστίασης, βιομηχανία τροφίμων) χρησιμοποιούν τα εξεταζόμενα προϊόντα ως πρώτη ύλη, κυρίως λόγω της χαμηλότερης τιμής διάθεσής τους.
H συνολική εγχώρια παραγωγή σπορέλαιων σημειώνει ανοδική πορεία την περίοδο 2015 – 2022, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 4,2%. Ειδικότερα, κατά την τελευταία διετία η συνολική εγχώρια παραγωγή σπορέλαιων ενισχύεται ετησίως, με ρυθμό 5,9% το 2021 και 2,8% το 2022 αντίστοιχα. Διαφορετικούς ρυθμούς μεταβολής σημειώνει η παραγωγή των επιμέρους κατηγοριών σπορέλαιων, με το αραβοσιτέλαιο και το ηλιέλαιο να παρουσιάζουν την υψηλότερη άνοδο την τελευταία πενταετία (2018 – 2022), καθώς σωρευτικά η παραγωγή τους αυξήθηκε κατά 46,2% και 32,5% αντίστοιχα. Παράλληλα, η παραγωγή σογιέλαιου αυξήθηκε σωρευτικά 14,5% (2022/18) το ίδιο χρονικό διάστημα, ενώ του βαμβακέλαιου κατέγραψε αυξομειώσεις και κυμαίνεται διαχρονικά σε χαμηλά επίπεδα. Επιπλέον, η εγχώρια παραγωγή μαργαρίνης αυξήθηκε την περίοδο 2021 – 2022, με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 5%, έπειτα από τη μείωση που εμφάνισε το 2020 (-6,8% σε σχέση με το 2019).
Σχετικά με τη διάρθρωση της συνολικής εγχώριας παραγωγής σπορέλαιων ανά κατηγορία, σημειώνεται ότι το ηλιέλαιο αντιπροσωπεύει διαχρονικά το μεγαλύτερο μέρος της, αποσπώντας το 2021 μερίδιο 61% επί της συνολικής παραγωγής. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ICAP CRIF, το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας παραγωγής σπορέλαιων και μαργαρινών είναι συγκεντρωμένο σε μικρό αριθμό επιχειρήσεων. Ειδικότερα το 2021, έξι εταιρείες εκτιμάται ότι κάλυψαν από κοινού το 65% περίπου επί της συνολικής παραγόμενης ποσότητας σπορέλαιων, ενώ στην αγορά των μαργαρινών, τέσσερις εταιρείες κατείχαν μερίδιο 76% περίπου επί της συνολικής παραγωγής.
Σημειώνεται ότι η συνολική εγχώρια κατανάλωση σπορέλαιων αυξάνεται τη τελευταία διετία (2021 – 2022 ) με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,9%. Επιπλέον, ενισχύεται η εγχώρια κατανάλωση μαργαρινών το ίδιο χρονικό διάστημα, αν και με μικρότερο ρυθμό, εμφανίζοντας μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 1,2%. Αναφορικά με τη διάρθρωση της κατανάλωσης σπορέλαιων, το ηλιέλαιο συγκεντρώνει διαχρονικά το υψηλότερο μερίδιο στη συνολική κατανάλωση (46% το 2021) και ακολουθούν το σογιέλαιο και το αραβοσιτέλαιο με μερίδια 15% και 6% αντίστοιχα.