Η αλευροβιομηχανία αποτελεί έναν από τους πιο παραδοσιακούς και ανθεκτικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, κυρίως λόγω της σταθερής ζήτησης για προϊόντα αλεύρου, όπως το ψωμί και τα είδη αρτοποιίας. Σύμφωνα με μελέτη της ICAP CRIF, το 2023 η συνολική κατανάλωση αλεύρων παρουσίασε μια μικρή αύξηση, επηρεασμένη κυρίως από την αύξηση τουριστικών αφίξεων και την αντίστοιχη ζήτηση στον τομέα της εστίασης (HoReCa). Ωστόσο, η άνοδος αυτή επηρεάστηκε και από γεωπολιτικές εξελίξεις, όπως η σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Για τη διετία 2024-2025, προβλέπεται ομαλοποίηση της κατάστασης και ετήσια αύξηση της κατανάλωσης κατά περίπου 2%.
Η εγχώρια παραγωγή αλεύρων σίτου παρουσιάζει μικρές ετήσιες διακυμάνσεις. Κατά τη διετία 2018-2019 η παραγωγή αυξήθηκε κατά 4% ετησίως, όμως το 2020 σημείωσε μείωση 6% λόγω της πανδημίας Covid-19. Το 2021 η παραγωγή ανέκαμψε με άνοδο 3% σε σχέση με το 2020, ενώ το 2022 η αύξηση ήταν 2%. Το 2022, η αξία της αγοράς αλεύρων σίτου παρουσίασε σημαντική αύξηση λόγω των αυξήσεων των τιμών πώλησης, παρόλο που οι πωλήσεις σε όγκο παρέμειναν σταθερές ή αυξήθηκαν ελαφρώς.
Η χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου, που βασίστηκε σε δείγμα 23 εταιρειών για την περίοδο 2018-2022, έδειξε ότι το σύνολο του ενεργητικού αυξήθηκε κατά 22,5% την πενταετία αυτή. Τα ίδια κεφάλαια αυξήθηκαν κατά 3,4% το 2022 και 5,9% συνολικά την πενταετία. Οι μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις αυξήθηκαν κατά 51,4% και οι βραχυπρόθεσμες κατά 33% την ίδια περίοδο. Ο κύκλος εργασιών των εταιρειών σημείωσε άνοδο 41,6% το 2022 και συνολικά 67,3% την πενταετία, ενώ τα μικτά κέρδη αυξήθηκαν κατά 41,7% το 2022 και 26,6% συνολικά. Τα καθαρά κέρδη, μετά από μειώσεις τη διετία 2020-2021, υπερτριπλασιάστηκαν το 2022, με συνολική αύξηση 44,6% στην πενταετία. Τα EBITDA αυξήθηκαν κατά 58,6% το 2022. Το 2022, το 91,3% των επιχειρήσεων του δείγματος ήταν κερδοφόρες, έναντι 82,6% το 2021.