Στις προκλήσεις και τις προοπτικές του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων αναφέρθηκε ο Ιωάννης Γιώτης, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων, στο 15ο Συνέδριο ΙΕΛΚΑ. Τόνισε ότι οι διακυμάνσεις στις τιμές πρώτων υλών προκαλούν αστάθεια στην εφοδιαστική αλυσίδα, επιβαρύνοντας την ήδη περιορισμένη διαθεσιμότητα πόρων. Η βιομηχανία απορρόφησε μεγάλο μέρος των αυξήσεων για να προστατεύσει τους καταναλωτές, ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πλήττονται ιδιαίτερα από την έλλειψη χρηματοδότησης και τις καθυστερήσεις αποπληρωμής επενδυτικών προγραμμάτων.

Σύμφωνα με τον κ. Γιώτη, οι υψηλές εργοδοτικές εισφορές, το κόστος ενέργειας και οι αυξημένες δαπάνες διάθεσης προϊόντων επιδεινώνουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας, ιδίως σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Παρά τις δυσκολίες, ο κλάδος διατηρεί την ανθεκτικότητά του, αποτελώντας τον μεγαλύτερο εργοδότη στη μεταποίηση, με 360.000 θέσεις εργασίας και κύκλο εργασιών 17 δισ. ευρώ. Οι εξαγωγές αγγίζουν τα 7 δισ. ευρώ, συμβάλλοντας σημαντικά στην οικονομία.

Ο κ. Γιώτης τόνισε την ανάγκη για ένα σταθερό αναπτυξιακό και ρυθμιστικό πλαίσιο που θα στηρίζει την καινοτομία και τη βιωσιμότητα, ενώ ζήτησε τη συνεργασία με την πολιτεία και τους φορείς για την αντιμετώπιση των προκλήσεων. Ειδική μνεία έκανε στους καταναλωτές, χαρακτηρίζοντάς τους «περιουσία» της βιομηχανίας, με προτεραιότητα τη διασφάλιση ποιοτικών και προσιτών προϊόντων. Παρά τις σταθεροποιητικές τάσεις στις τιμές, η μείωση της κατανάλωσης παραμένει ανησυχητική, επηρεάζοντας αρνητικά τη βιωσιμότητα του κλάδου. Ολοκληρώνοντας, επεσήμανε ότι η ελληνική βιομηχανία τροφίμων και ποτών, με τη σταθερότητα και το κοινωνικό της αποτύπωμα, παραμένει κινητήρια δύναμη ανάπτυξης, υπογραμμίζοντας την ανάγκη στήριξης και αναγνώρισης από την πολιτεία.