Η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), στο πλαίσιο της διαβούλευσης του Άρθρου IV, εκτιμά ότι οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι ευνοϊκές και δημιουργούν σταθερή βάση για την αντιμετώπιση των κατάλοιπων της κρίσης και των διαρθρωτικών ανισορροπιών. Το 2025, προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,1%, με βασικούς μοχλούς τις επενδύσεις που στηρίζονται από το Ταμείο Ανάκαμψης και τη σταθερή ιδιωτική κατανάλωση, ενισχυμένη από την αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων.
Ο πληθωρισμός αναμένεται να συνεχίσει την πτωτική του πορεία, αν και ο δομικός θα παραμείνει επίμονος λόγω αυξήσεων σε υπηρεσίες και μισθούς. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ακολουθεί καθοδική πορεία, αν και παραμένει υψηλό. Το τραπεζικό σύστημα εμφανίζει αυξημένη ανθεκτικότητα, με βελτιωμένη ποιότητα ενεργητικού, μειωμένα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (περίπου 3%) και ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια.
Ωστόσο, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές επιβαρύνονται από χαμηλές επενδύσεις, δημογραφικές προκλήσεις, αδύναμη παραγωγικότητα και κλιματικούς κινδύνους. Το ΔΝΤ τονίζει την ανάγκη επιτάχυνσης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για ενίσχυση της ανάπτυξης, αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα των γυναικών, και βελτίωση της κατάρτισης. Επιπλέον, ζητά μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων άνω του 2% του ΑΕΠ θεωρείται κρίσιμη για τη βιωσιμότητα του χρέους. Οι δημόσιες επενδύσεις προτείνεται να έχουν προτεραιότητα, κυρίως για την πράσινη μετάβαση και την ενεργειακή ασφάλεια.