Αισιοδοξία για τις προοπτικές ανάπτυξης που γεννά η διαρκής αύξηση της ζήτησης ελληνικών προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας, αλλά και προβληματισμός για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της πανδημίας στις επιχειρήσεις του κλάδου, είναι τα βασικά συμπεράσματα της 7ης Ετήσιας Έκθεσης Υδατοκαλλιέργειας που εκδόθηκε φέτος από την Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), παρουσιάζοντας τις εξελίξεις του κλάδου για την προηγούμενη χρονιά σχετικά με τα παραγωγικά και οικονομικά στοιχεία, τις επενδύσεις, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος αλλά και τη συνεισφορά του στην ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών.
Η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού το 2020 ανήλθε σε 117.000 τόνους, αξίας 546,2 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας πτώση 3% ως προς τον όγκο αλλά παραμένοντας σταθερή ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Το 2021 δείχνει πως ο κλάδος θα επανέλθει στα προ της πανδημίας επίπεδα και θα κλείσει με αύξηση της παραγωγής περίπου στο 3%.
Όσον αφορά τις εξαγωγές, το 2020, αυξήθηκαν κατά 5,6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος και ανήλθαν σχεδόν σε 92.000 τόνους, αξίας 427 εκατ. ευρώ. Το 79% της παραγωγής εξάχθηκε σε 40 χώρες διεθνώς, ενώ το υπόλοιπο 21% εκτιμάται πως διατέθηκε στην εγχώρια αγορά. Κυριότερες αγορές για το ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας παραμένουν για άλλη μία χρονιά η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία, καθώς και οι τρείς μαζί απορρόφησαν το μεγαλύτερο μέρος της Ελληνικής παραγωγής (56% το 2020).
Σε σχέση με τον ανταγωνισμό από τις τρίτες χώρες, η αυξημένη παραγωγή κυρίως από την Τουρκία δημιούργησε πίεση στις τιμές – τάση που παρατηρείται και το 2021. Βραχυπρόθεσμα, ο κλάδος απορρόφησε, εν μέρει, τους κραδασμούς που προκάλεσαν οι επιπτώσεις της πανδημίας και ο ανταγωνισμός, δηλαδή την πτώση των πωλήσεων και την πίεση στις τιμές. Μακροπρόθεσμα όμως, η πίεση που προκαλεί ο διεθνής ανταγωνισμός σε συνδυασμό με τις ανατιμήσεις σε όλες τις βασικές πρώτες ύλες υδατοκαλλιέργειας, συνθέτουν μια δύσκολη εξίσωση για όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου.