Τα αναψυκτικά παραμένουν η νούμερο 1 κατηγορία προϊόντων κατά τους καλοκαιρινούς μήνες για τον επαγγελματία της μικρής λιανικής, αφού, παρά την πτωτική τάση που παρατηρείται στην αγορά τα τελευταία χρόνια, συνεχίζουν να αποτελούν «όπλο» για την προσέλκυση πελατών στα μίνι μάρκετ και τα περίπτερα.
Της Ελένης Σαραντάκη
H υψηλή θερμοκρασία κι ο εισερχόμενος τουρισμός αποτελούν τους βασικούς παράγοντες αύξησης των πωλήσεων για τις βιομηχανίες του χώρου, αλλά και συντελούν στην άνοδο του τζίρου των καταστημάτων. Παρά το γεγονός ότι ο κλάδος των αναψυκτικών εμφανίζει πτωτική τάση τα τελευταία χρόνια κι η αλλαγή στις προτιμήσεις του καταναλωτικού κοινού έχει μεταβάλει σε μεγάλο βαθμό τα δεδομένα, τα αναψυκτικά εξακολουθούν να αποτελούν το νούμερο 1 προϊόν του καλοκαιριού για τους επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στο κανάλι της μικρής λιανικής. Στην εγχώρια αγορά έχουν παρατηρηθεί αξιοσημείωτες αλλαγές, καθώς η οικονομική κρίση προκάλεσε σημαντικές απώλειες, που υπολογίζονται στα 300 εκατομμύρια ευρώ περίπου.
Παράλληλα, εκτός από τη μείωση του εισοδήματος που μετέβαλε τις καταναλωτικές συνήθειες, παρατηρήθηκε και στροφή των καταναλωτών σε πιο υγιεινές επιλογές. Το γεγονός αυτό άσκησε «πιέσεις» στις μεγάλες βιομηχανίες, αναγκάζοντάς τες να επεκτείνουν το χαρτοφυλάκιό τους με νέα αναψυκτικά που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες απαιτήσεις. Τα προϊόντα ψυγείου, όμως, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, αποτελούν μια κατηγορία «ζωτικής σημασίας», από την οποία εξαρτάται ένα μεγάλο κομμάτι του τζίρου των μίνι μάρκετ.
Η πτώση που έχει σημειωθεί, άλλωστε, όπως καταγράφουν τα στοιχεία της αγοράς, οφείλεται περισσότερο στο «λουκέτο» δεκάδων χιλιάδων επιχειρήσεων και λιγότερο στις πωλήσεις των καταστημάτων, ειδικά όσον αφορά το συγκεκριμένο κανάλι. Στη μικρή λιανική, αναψυκτικά και προϊόντα, όπως χυμοί, κρύο τσάι ή ροφήματα με αλόη, παραμένουν μεταξύ των σταθερών επιλογών και των Ελλήνων καταναλωτών και των τουριστών που επισκέπτονται τη χώρα.
«Η συνεχής άνοδος των ελληνικών αναψυκτικών μεταβάλλει τα δεδομένα στα ράφια των σουπερμάρκετ»
Βασικό «όπλο» στις πωλήσεις των μίνι μάρκετ
Για τον τζίρο των μίνι μάρκετ, των καταστημάτων ψιλικών και των περιπτέρων, τα αναψυκτικά παραμένουν το Νο1 προϊόν τους, τόσο τον χειμώνα όσο και, ειδικά, το καλοκαίρι. Τα προϊόντα ψυγείου είναι ένα βασικό «όπλο» στην προσέλκυση καταναλωτών στα καταστήματα της μικρής λιανικής κι η ευρεία γκάμα επιλογών δίνει στους ιδιοκτήτες τη δυνατότητα αύξησης του τζίρου.
Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι ο κύριος λόγος για την πτώση στις πωλήσεις των αναψυκτικών, ήταν ο «αφανισμός» των μίνι μάρκετ κατά την περίοδο της κρίσης, με πολλές επιχειρήσεις να σταματούν τη λειτουργία τους. Ακόμη και σήμερα, όμως, τα αναψυκτικά είναι ένα από τα μεγαλύτερα, μαζί με τα τσιγάρα, έσοδα για τα καταστήματα.
Οι σημαντικοί παίκτες της αγοράς
Στο κανάλι των αναψυκτικών, τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται έντονος ανταγωνισμός κι υψηλός συγκεντρωτισμός, με τους βασικούς παίκτες να αλλάζουν συνεχώς τακτική, διεκδικώντας μεγαλύτερο μερίδιο του συνολικού τζίρου. Αξιοσημείωτη είναι η ενισχυμένη θέση που παρουσιάζουν οι ελληνικές εταιρείες, όπως η Λουξ κι η Έψα, έναντι των μεγάλων πολυεθνικών, αφού η κρίση φαίνεται ότι έστρεψε τους Έλληνες στη στήριξη των εγχώριων προϊόντων.
Το μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά κατέχουν οι δύο πολυεθνικές, Coca Cola και Pepsico, καθώς κι η ελληνική εταιρεία Λουξ, που τα τελευταία χρόνια έχει ενισχύσει σημαντικά τη θέση της, κερδίζοντας συνεχώς έδαφος. Leader του κλάδου αναψυκτικών παραμένει η Coca Cola, τα καθαρά έσοδα της οποίας το 2018 ανήλθαν σε 2,47 δις ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 1,4%. Η ανάπτυξη αυτή οφείλεται, κυρίως, στο προϊόν Coca Cola Zerο. Η εταιρεία, μάλιστα, στην προσπάθειά της να προσελκύσει το κοινό που δεν αγοράζει αναψυκτικά ή προτιμά έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής, λάνσαρε στην ελληνική αγορά την Coca Cola με στέβια κι επέκτεινε με αρκετούς κωδικούς την γκάμα της, πραγματοποιώντας άνοιγμα σε νέες κατηγορίες προϊόντων.
Η Pepsico είναι μια εταιρεία που είδε το μερίδιό της στη χώρα να συρρικνώνεται τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να κλείσει το εργοστάσιό της στα Οινόφυτα, μεταφέροντας την παραγωγή της στη Ρουμανία. Την ίδια στιγμή, οι ελληνικές εταιρείες αναψυκτικών, όπως η Λουξ, η Έψα, η Βαπ, καταγράφουν συνεχή ανοδική πορεία, μεταβάλλοντας τα δεδομένα στα ράφια των σουπερμάρκετ.
«Οι καταναλωτές αναζητούν πιο υγιεινές επιλογές στα αναψυκτικά, αναγκάζοντας και τις εταιρείες να μειώσουν κατά 10% τη ζάχαρη μέχρι το 2020»
Αναψυκτικά με ελληνική «σφραγίδα»
Ενισχυμένο μερίδιο κι αξιοσημείωτη πορεία στο εξωτερικό, με σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα, καταγράφουν οι ελληνικές εταιρείες αναψυκτικών. Εκμεταλλευόμενες και τη «στροφή» των Ελλήνων προς τα ελληνικά προϊόντα και τις ελληνικές ετικέτες εν μέσω κρίσης, έκαναν σημαντικά «βήματα» ανάπτυξης στην εγχώρια αγορά, με αρκετές εξ αυτών να εμφανίζουν και σημαντικό ποσοστό στις εξαγωγές τους.
Η Green Cola έχει καταφέρει να ενισχύσει σημαντικά το μερίδιό της στην ελληνική αγορά, διατηρώντας τη δεύτερη θέση στην κατηγορία αναψυκτικών τύπου cola. Ανοδικά κινείται ταυτόχρονα κι η ελληνική βιομηχανία αναψυκτικών από την Πάτρα, Λουξ, με τα έσοδά της να ξεπερνούν 33 εκατ. ευρώ για το 2017, αυξάνοντας τις θέσεις εργασίας κι αναπτύσσοντας εξαγωγική δραστηριότητα σε 25 χώρες.
Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια, η Λουξ έχει λανσάρει καινοτόμα προϊόντα στην αγορά, ακολουθώντας τη σύγχρονη τάση για κωδικούς μειωμένης ζάχαρης, όπως η λουξ plus ‘n light. Ανταποκρινόμενη στις νέες και αυξανόμενες ανάγκες των καταναλωτών για ποιοτική απόλαυση προϊόντων με τον πλέον φυσικό τρόπο, η Λουξ το 2016 εισήλθε δυναμικά και στην αγορά των ολιγοθερμιδικών αναψυκτικών, δημιουργώντας τη νέα, καινοτόμο σειρά προϊόντων, λουξ plus ‘n light, με 0% ζάχαρη, 100% φυσικά γλυκαντικά, υψηλή περιεκτικότητα σε βιταμίνη C στην πορτοκαλάδα και στη λεμονάδα και 60% λιγότερες θερμίδες.
Δυναμική παρουσία, όμως, καταγράφει κι η Έψα, η οποία αύξησε τα σημεία λιανικής πώλησης, ανανέωσε τη συνεργασία της με την αλυσίδα σουπερμάρκετ, Lidl, κι εξάγει τα αναψυκτικά της πλέον σε δεκάδες χώρες. Από τον Μάρτιο του 2012, μάλιστα, η εταιρεία λάνσαρε και τα πρώτα ελληνικά αναψυκτικά λάιτ με γλυκαντικό από το φυτό στέβια, χωρίς προσθήκη ζάχαρης, ενώ συμπλήρωσε και την γκάμα της με 2 επιπλέον κωδικούς Iced Tea, για να δημιουργήσει έναν χρόνο αργότερα την 1η ελληνική Cola με στέβια, με 1 μόλις θερμίδα.
Έδαφος κερδίζουν, όμως, κι άλλες ελληνικές εταιρείες, όπως τα καινοτόμα αναψυκτικά Φλώρινας Δινάκης από ξινό νερό, τα αναψυκτικά Νέκταρ της Κουρτίδης, η Βαπ κι αρκετές ακόμη επιχειρήσεις από όλη την Ελλάδα, παρά τις μεγάλες απώλειες που καταγράφει ο κλάδος τα τελευταία χρόνια.