Τα τελευταία χρόνια αρκετοί επαγγελματίες στη μικρή λιανική έχουν προσθέσει στα ράφια και τα ψυγεία των καταστημάτων τους κωδικούς που απευθύνονται σε βρέφη και παιδιά, καθώς οι βιομηχανίες σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν λανσάρει αρκετούς καινοτόμους κωδικούς. Οι νέοι κυρίως γονείς φαίνεται να πραγματοποιούν συστηματική έρευνα και επιλέγουν ποιοτικά προϊόντα για τη διατροφή των παιδιών τους. Πολλές φορές μάλιστα προτιμούν να πληρώσουν ένα υψηλότερο αντίτιμο, προκειμένου να είναι σίγουροι για την επιλογή τους. Πρόσφατη έρευνα όμως δείχνει ότι τα βρεφικά γάλατα, που προτείνονται σε νέους γονείς για να αντικαταστήσουν το μητρικό γάλα, δεν ελέγχονται ικανοποιητικά, στο σύνολό τους, και κατά συνέπεια μπορεί να συνοδεύονται από παραπλανητικές διαβεβαιώσεις όσον αφορά τη διατροφική αξία τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία από την επιστημονική επιθεώρηση British Medical Journal, αυτά τα υποκατάστατα, που παράγονται για παράδειγμα με βάση τις πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος, αποτελούν μια ολοένα και πιο κερδοφόρα αγορά σε όλον τον κόσμο και υπόσχονται ότι παρέχουν στο βρέφος μια τροφή ισοδύναμη με το μητρικό γάλα.
Οι παραγωγοί οφείλουν να διεξάγουν συστηματικά κλινικές δοκιμές ώστε να αποδεικνύεται ότι το προϊόν τους τρέφει επαρκώς το μωρό. Όμως «οι δοκιμές αυτές δεν είναι αξιόπιστες», συμπεραίνουν οι συγγραφείς της μελέτης, η οποία δημοσιεύτηκε στην BMJ. Συνολικά, «τα συμπεράσματα είναι σχεδόν πάντα θετικά» αναφέρουν οι συγγραφείς, κρίνοντας ότι οι παραγωγοί εμπλέκονται πολύ στις μελέτες, με κίνδυνο να υπάρχει έλλειψη ανεξαρτησίας τους. Εκτιμούν επίσης ότι δεν υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας στις μελέτες ώστε τα βρέφη να μην διατρέξουν κίνδυνο, κυρίως τον κίνδυνο υποσιτισμού. Θα πρέπει «να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο διεξάγονται οι μελέτες και δημοσιεύονται στη συνέχεια ώστε οι καταναλωτές να μην λαμβάνουν παραπλανητικές πληροφορίες» συμπεραίνουν οι ερευνητές.