Τα μίνι μάρκετ που βρίσκονται σε παραθαλάσσιες περιοχές της χώρας και σε νησιά βασίζουν παραδοσιακά το τζίρο τους στην έλευση των τουριστών, αφού τόσο οι ξένοι όσο και οι Έλληνες συνηθίζουν να επισκέπτονται τα καταστήματα για να προμηθευτούν τρόφιμα, ποτά ή άλλα εποχικά είδη.
Μπορεί φέτος η ακρίβεια να έχει οδηγήσει τους Έλληνες στην αναζήτηση οικονομικότερων λύσεων διακοπών, καθώς, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΣΕΛΠΕ, η πλειοψηφία του κοινού επιλέγει τις εξοχικές κατοικίες. Το 20% επιλέγει διαμονή σε ενοικιαζόμενα δωμάτια και μόνο το 9% διαμονή σε ξενοδοχεία (7% χωρίς διατροφή και 2% με πλήρη διατροφή). Το 6% επιλέγει camping και το 6% επιλέγει ταξίδι στο εξωτερικό.
Την ίδια στιγμή, ποσοστό 45% των ερωτηθέντων απαντάει ότι κατά τη διάρκεια των διακοπών μαγειρεύει συχνά, κάτι που σημαίνει ότι προσπαθεί να μειώσει τη δαπάνη της εστίασης. Παράλληλα, το 66% δηλώνει ότι επισκέπτεται συχνά καταστήματα τροφίμων όπως σουπερμάρκετ και μίνι μάρκετ, κάτι που δείχνει και πάλι μία τάση εξοικονόμησης χρημάτων, ενώ το 53% αγοράζει τοπικά προϊόντα.
Η μέση δαπάνη για αγορές προϊόντων στις διακοπές εκτιμάται στα 230 ευρώ. Από αυτά τα 118 ευρώ (δηλαδή το 51%) αφορούν αγορές τροφίμων εκτός εστίασης, όπως π.χ. αγορές από καταστήματα τροφίμων, για μαγειρική στο κατάλυμα ή για απευθείας κατανάλωση π.χ. στην παραλία. Τα 52 ευρώ αφορούν αγορές τουριστικών ειδών, όπως αναμνηστικά είδη και τα 59 ευρώ αγορές άλλων προϊόντων, όπως ρούχα, παπούτσια, παιχνίδια, κοσμήματα καθώς οι καταναλωτές εντάσσουν την αγοραστική εμπειρία στην καθημερινότητα των διακοπών τους. Με βάση αυτά τα στοιχεία, η εγχώρια τουριστική δαπάνη από τον εσωτερικό τουρισμό εκτιμάται στα 380 εκατ. ευρώ.
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τους ερωτηθέντες, η δαπάνη τους για τις φετινές διακοπές εκτιμάται ότι θα είναι μειωμένη κατά 15%. Αναφορικά με τους λόγους, από την έρευνα προκύπτει ότι κυρίως οφείλεται στο μειωμένο εισόδημα λόγω των ανατιμήσεων των προϊόντων (με αύξηση από 63% σε 69%), ακολουθεί το κόστος μεταφορικών (με μείωση από 52% σε 43%), το αυξημένο κόστος διαμονής (με αύξηση από 23% σε 38%) και το μειωμένο εισόδημα λόγω κόστους ενέργειας (με μείωση από 50% σε 37%).