Ενεργειακό και ασφαλιστικό κόστος. Τι ισχύει για τις εισφορές και ποια τα απαιτούμενα μέτρα για τις επιχειρήσεις.
Τoυ ΣτέφανουΠαπαπολυμέρου
Με την ενεργειακή κρίση να έχει παγιωθεί εκτοξεύοντας το κόστος του φυσικού αερίου και του ρεύματος, πολλές επιχειρήσεις οδηγούνται σε αναστολή λειτουργίας, καθώς η μέχρι τώρα επιδοματική πολιτική που ακολουθήθηκε από την κυβέρνηση εξυπηρετεί κυρίως κατοικίες και όχι τους εμπορικούς καταναλωτές, όπως τα περίπτερα και τα Μίνι Μάρκετ για τα οποία είναι απαραίτητη η λειτουργία ψυγείων. Παράλληλα, με το νέο έτος, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αν δεν υπάρξει νομοθετική παρέμβαση, θα κληθούν να αντιμετωπίσουν και την αύξηση των ασφαλιστικών τους εισφορών.
Τα παραπάνω επισημαίνονται διαρκώς από τις θεσμικές επαγγελματικές οργανώσεις, όπως το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας, το οποίο με επιστολή του στον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κωστή Χατζηδάκη, ζητά το πάγωμα της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών για 1,2 εκατομμύρια μη μισθωτούς, τουλάχιστον για το 2023.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Επιμελητηρίου, Παύλο Ραβάνη, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες δεν μπορούν να επωμιστούν και την αύξηση των ασφαλιστικών τους εισφορών. Και αυτό, εν αναμονή ενός ιδιαίτερα δύσκολου χειμώνα και υπό τη δαμόκλειο σπάθη νέων λουκέτων, λόγω της εκτόξευσης του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων ως αποτέλεσμα της ενεργειακής κρίσης.
Νομοθετική ρύθμιση
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, είναι απαραίτητο να υπάρξει νομοθετική παρέμβαση, ώστε να μην ενεργοποιηθεί ο υπάρχων νόμος που προβλέπει αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών από την 1η Ιανουαρίου 2023, με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή, όπως διαμορφώνεται για το 2022. Εναλλακτικά, να μπει η αύξηση μόνο στο τμήμα των εισφορών, που αφορά το τελικό ύψος της σύνταξης των ασφαλισμένων.
Όπως αναφέρεται, σύμφωνα με το πλέον ρεαλιστικό σενάριο, που θέλει τον πληθωρισμό να κλείνει σε ετήσια βάση κοντά στο 9%, βάσει και των προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η 1η ασφαλιστική κατηγορία των €210 σήμερα για κύρια ασφάλιση και υγεία θα διαμορφωθεί κοντά στα €230, ενώ η 6η και υψηλότερη θα ανέλθει στα €616, από €566 που είναι σήμερα.
Με τα δεδομένα της οικονομίας και τις προβλέψεις της νομοθεσίας, οι αυξήσεις ασφαλιστικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες και επιστήμονες για το 2023 είναι από 226,8 έως 611,28 ευρώ ετησίως (αντίστοιχα από 18,9 έως 50,94 ευρώ το μήνα), ανάλογα με την ασφαλιστική κατηγορία τους, σε περίπτωση που οι εισφορές αυξηθούν 9%. Μάλιστα, θα αυξηθούν και οι εισφορές για επικουρική ασφάλιση και εφάπαξ.
Η αύξηση των εισφορών θα μπορούσε να καταβληθεί από τους μικρομεσαίους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους, μόνο σε περίπτωση που υπήρχε ανάπτυξη. Όσοι επιχειρηματίες κατάφεραν να επιβιώσουν μετά την οικονομική κρίση και την πανδημία κινδυνεύουν να βάλουν λουκέτο, λόγω των υπέρογκων λογαριασμών ενέργειας. Είναι αδύνατον να επιβαρυνθούν και με την επιπλέον καταβολή ασφαλιστικών εισφορών. Δυστυχώς, θα δημιουργηθεί μια νέα γενιά ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών οφειλών και χιλιάδες μικρομεσαίοι θα βρεθούν αντιμέτωποι με αναγκαστικά μέτρα είσπραξης και κατασχέσεις από το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών.
Στο πλαίσιο αυτό, ζητείται η εκ νέου ενεργοποίηση των 120 δόσεων, ή κάποιας άλλης μορφής ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών, για τη μη δημιουργία νέων ληξιπρόθεσμων. Χιλιάδες μικρομεσαίοι χρωστούν ήδη και δεν μπορούν να αποπληρώσουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να πάρουν τη σύνταξή τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΚΕΑΟ, που δημοσιεύθηκαν το τελευταίο τρίμηνο, αυξήθηκαν κατά 2 δισ. ευρώ. Η κατάσταση στην αγορά, το αυξημένο λειτουργικό κόστος των επαγγελματιών και η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος καθιστούν την αύξηση των εισφορών πρακτικά ανεφάρμοστη. Αυτό που χρειάζεται αυτή τη στιγμή η αγορά είναι μείωση και όχι αύξηση ασφαλιστικών εισφορών, σε συνδυασμό με μια σειρά από μέτρα ουσιαστικής στήριξης μικρομεσαίων επιχειρήσεων και επαγγελματιών, έναντι της ενεργειακής ακρίβειας.
Μέτρα στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων
Παράλληλα, σε γεύμα εργασίας που είχε με εκπροσώπους των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας παρέθεσε σειρά θέσεων και προτάσεων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των μικρομεσαίων εν μέσω της ενεργειακής κρίσης.
Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο πρόεδρος του ΒΕΑ Παύλος Ραβάνης «η εκτόξευση του κόστους ενέργειας στο φυσικό αέριο, σύμφωνα με τιμολόγια των ίδιων των μελών του ΒΕΑ, έχει φτάσει το 200% ενώ όσον αφορά το ρεύμα για καταναλώσεις Σεπτεμβρίου, η αύξηση που καταγράφεται αγγίζει το 240%».
Πρόσθεσε δε ότι «Πρέπει οπωσδήποτε να βρεθούν τα δημοσιονομικά πλαίσια, το καμπανάκι από μας χτυπήθηκε από τον περσινό Ιούλιο» και κατέληξε επισημαίνοντας ότι «η επιχειρηματικότητα αντιστέκεται, δοκιμάζει τα όριά της, αλλά διεκδικεί και άμεσες σταθερές λύσεις. Η επιδοματική πολιτική δεν λύνει το πρόβλημα. Γυρίζουμε ακατάπαυστα στον ίδιο κύκλο».
Από τη μεριά του ο Α’ αντιπρόεδρος, Κώστας Δαμίγος επισήμανε αυτά που θεωρούν οι μικρομεσαίοι ως άμεσα επείγοντα μέτρα τα οποία πρέπει να ληφθούν:
• Μείωση του ΦΠΑ και του ΕΦΚ, καθώς και την επαναφορά των 120 δόσεων, για να ανακουφιστεί άμεσα και ο καταναλωτής και οι επιχειρήσεις.
• Εξορθολογισμός του τρόπου υπολογισμού του τέλους επιτηδεύματος, μέχρι την οριστική κατάργησή του, που για τις ΜμΕ είναι απαίτηση.
• Καθιέρωση δύο βασικών συντελεστών ΦΠΑ 11% και 22%, με διατήρηση του υπερμειωμένου συντελεστή στο 6%.
• Μείωση του συντελεστή φορολογίας στο 20%.
• Μείωση της προκαταβολής του φόρου.