ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΝΟΜΟΣ Πειρατικά Προϊόντα: Ένα θέμα που αφορά όλους!
Σύμφωνα με τον νόμο, η ευθύνη για τη διακίνηση πειρατικών προϊόντων βαραίνει όλους τους εμπλεκομένους, από τον κατασκευαστή μέχρι τον λιανοπωλητή!
Της Μαριλένας Νικολαράκη, δικηγόρου, συνεργάτιδος της δικηγορικής εταιρείας «Α&Κ Μεταξόπουλος και Συνεργάτες»
Είναι πλέον γνωστό σε όλους ότι τα λεγόμενα «πειρατικά» προϊόντα και τα προϊόντα «παραποίησης/απομίμησης» κυκλοφορούν ευρέως σε πολλές χώρες του κόσμου, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας. Επίσης, όλες οι μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί από τους αρμόδιους φορείς καταδεικνύουν ότι η παραγωγή κι η κυκλοφορία τέτοιων προϊόντων πλήττει σημαντικά την οικονομία, στερώντας έσοδα από τα ταμεία του Κράτους αλλά και θέσεις εργασίας. Η έννοια του «πειρατικού» προϊόντος είναι λίγο-πολύ γνωστή σε όλους μας, αφού καθένας από εμάς έχει κατά καιρούς έλθει σε επαφή με τέτοιου είδους προϊόντα (ρούχα, παπούτσια, παιχνίδια, συλλεκτικά προϊόντα, καλλυντικά κ.λπ.), τα οποία παραβιάζουν δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας τρίτων (όπως σήματα, σχέδια και υποδείγματα, δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας/copyright κ.λπ.), και τα οποία έχουν παραχθεί και κυκλοφορούν στην αγορά χωρίς την άδεια και τη συγκατάθεση των δικαιούχων αυτών των δικαιωμάτων. παραεμπορίου
Είναι, επίσης, γνωστό ότι το εμπόριο των πειρατικών προϊόντων φαντάζει ιδιαιτέρως ελκυστικό για όλους τους επαγγελματίες που εμπλέκονται σε αυτό (παραγωγούς, χονδρεμπόρους, λιανεμπόρους), αλλά και για τους ίδιους τους τελικούς καταναλωτές – αυτό άλλωστε αποδεικνύεται κι από την έκταση που έχει λάβει το πρόβλημα της πειρατείας και στην Ελλάδα. Για τους μεν επαγγελματίες, επειδή εξασφαλίζουν μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους σε σχέση με το εμπόριο των γνήσιων προϊόντων, για τους δε καταναλωτές, επειδή το πειρατικό προϊόν προσφέρεται συνήθως σε αυτούς σε χαμηλότερη τιμή από το γνήσιο προϊόν. Αυτό συμβαίνει επειδή, όπως μπορεί πολύ εύκολα να αντιληφθεί κανείς, τα πειρατικά προϊόντα δεν πληρώνουν τίποτα για τα δικαιώματα που ενσωματώνουν (σήματα, σχέδια/υποδείγματα, πνευματικά δικαιώματα, δικαιώματα προσωπικότητας κ.λπ.) και, επίσης, έχουν κατά κανόνα κατώτερη ποιότητα από τα γνήσια, τόσο από άποψη τήρησης ποιοτικών προδιαγραφών, όσο και από άποψη τήρησης των κανόνων ασφάλειας, ελέγχου και καταλληλότητάς τους, ζήτημα πολύ σημαντικό, ειδικά όταν τα προϊόντα απευθύνονται σε παιδιά. παραεμπορίου
Ο Νόμοςαπειλεί με φυλάκιση και πρόστιμα όποιον πωλεί, διανέμει στο κοινό ή κατέχει προϊόντα που παραβιάζουν τα σήματα και τα πνευματικά δικαιώματα τρίτων
Κι ενώ όλα τα ανωτέρω είναι λίγο-πολύ γνωστά, αυτό που δεν είναι ξεκάθαρο σε όλους είναι ότι η διάθεση πειρατικών προϊόντων συνεπάγεται βαρύτατες αστικές και ποινικές ευθύνες για όλους όσοι εμπλέκονται στην κυκλοφορία και πώλησή τους. Πράγματι, σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκαιο, η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο τους παραγωγούς των πειρατικών προϊόντων, αλλά κι οποιονδήποτε τα κατέχει, τα εκμεταλλεύεται, τα πωλεί, τα διανέμει και τα διαθέτει με οποιονδήποτε τρόπο στο καταναλωτικό κοινό. Ειδικότερα, τόσο ο Νόμος περί Σημάτων όσο κι ο Νόμος για την προστασία της Πνευματικής Ιδιοκτησίας απειλούν βαρύτατες ποινικές κυρώσεις (πολυετή φυλάκιση) κι υψηλές χρηματικές ποινές για οποιονδήποτε χρησιμοποιεί, εκμεταλλεύεται, θέτει σε κυκλοφορία, πωλεί, διανέμει στο κοινό ή κατέχει με σκοπό διανομής προϊόντα που παραβιάζουν τα σήματα και τα πνευματικά δικαιώματα τρίτων. Aυτό σημαίνει ότι οποιοσδήποτε πουλάει και διαθέτει στο κοινό τέτοιου είδους παράνομα και μη αδειοδοτημένα προϊόντα υπόκειται ανά πάσα στιγμή στις ανάλογες ποινικές κυρώσεις. παραεμπορίου
Αυτό, βεβαίως, περιλαμβάνει και τους χονδρεμπόρους αλλά και τους λιανεμπόρους (ιδιοκτήτες περιπτέρων, καταστημάτων, minimarket κ.λπ.). Μάλιστα, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, ειδικά ο Νόμος για την Προστασία της Πνευματικής Ιδιοκτησίας αντιμετωπίζει τις παραπάνω πράξεις ως κακουργήματα, με συνέπεια την καταδίκη των υπαιτίων σε κάθειρξη (από 5 έως 20 έτη) και σε ακόμα υψηλότερες χρηματικές ποινές που φτάνουν μέχρι και τις 60.000 ευρώ. Βεβαίως, εκτός από τον Νόμο περί Σημάτων και τον Νόμο για την Προστασία της Πνευματικής Ιδιοκτησίας, οι υπαίτιοι σε πολλές περιπτώσεις τελούν κι άλλα αδικήματα, όπως πλαστογραφία, χρήση πλαστού, απάτη, αποδοχή προϊόντων εγκλήματος κ.λπ., που κι αυτά επισύρουν τις δικές τους ποινικές κυρώσεις (φυλάκιση ή ακόμα και κάθειρξη). Επίσης, οι δικαιούχοι των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας που χρησιμοποιούνται άνευ αδείας στα πειρατικά προϊόντα μπορούν να αξιώσουν από αυτούς που προσβάλλουν τα δικαιώματά τους υψηλές αποζημιώσεις, αλλά κι αποκατάσταση της ηθικής βλάβης τους. Αυτό σημαίνει ότι όποιοι εμπλέκονται στο εμπόριο των πειρατικών προϊόντων (κατασκευαστές, παραγωγοί, έμποροι) μπορούν να υποχρεωθούν να καταβάλλουν σημαντικότατα χρηματικά ποσά στους δικαιούχους. παραεμπορίου
Τέλος, οι αρμόδιες Αρχές επιβάλλουν διοικητικά πρόστιμα σε αυτούς που εμπλέκονται στο εμπόριο των πειρατικών προϊόντων, ενώ οι Αρχές που έχουν επιφορτισθεί με την πάταξη του παραεμπορίου (ΣΥ.Κ.Ε.Α.Α.Π, ΣΔΟΕ κ.λπ.) έχουν την αρμοδιότητα να διεξάγουν αιφνιδίους ελέγχους σε οποιαδήποτε εγκατάσταση (κατάστημα, αποθήκη κ.λπ.) βρίσκονται τέτοιου είδους προϊόντα, να τα κατάσχουν και να τα καταστρέψουν και, στη συνέχεια, να υποβάλλουν μηνυτήριες αναφορές στους αρμοδίους εισαγγελείς για την τιμωρία των υπαιτίων. Επομένως, κάθε έμπορος, είτε χονδρικής είτε λιανικής πώλησης, οφείλει να εξετάζει κάθε προϊόν που του προσφέρει ο προμηθευτής του και να το ελέγχει, πριν το διαθέσει προς πώληση στους καταναλωτές, για να διαπιστώσει εάν είναι γνήσιο ή όχι. Αν και αυτό ακούγεται δύσκολο εκ πρώτης όψεως, στην πραγματικότητα είναι πιο απλό απ’ ό,τι φαίνεται. Κατ’ αρχάς, το πρώτο πράγμα που μπορεί να ελέγξει κανείς είναι εάν το προϊόν φέρει την απαιτούμενη «ταυτότητα», εάν δηλαδή αναγράφει τον παραγωγό/κατασκευαστή του, τον τυχόν εισαγωγέα του στην ελληνική αγορά, τον διανομέα του ή υπεύθυνο κυκλοφορίας κ.λπ. παραεμπορίου
Κάθε έμπορος, οφείλει να εξετάζει κάθε προϊόν που του προσφέρει ο προμηθευτής του και να το ελέγχει, για να διαπιστώσει εάν είναι γνήσιο ή όχι
Επίσης, θα πρέπει να ελέγξει αν το προϊόν φέρει ενδείξεις γνησιότητας, όπως ολογράμματα γνησιότητας, σύμβολα, κωδικούς κ.λπ. Περαιτέρω, αν το προϊόν φέρει εμπορικά σήματα, ο έμπορος θα πρέπει να αναζητεί πληροφορίες για την ταυτότητα του δικαιούχου αυτών των σημάτων και, αν διαπιστώνει ότι τα σήματα ανήκουν σε τρίτο, να ζητεί από τον προμηθευτή του διευκρινίσεις για το εάν υπάρχει άδεια για τη νόμιμη χρήση τους. Τα περισσότερα από τα σήματα που φέρουν τα πειρατικά προϊόντα είναι ιδιαιτέρως γνωστά – ειδικά στους εμπόρους που είναι επαγγελματίες του οικείου κλάδου – επομένως αυτό καθιστά ευκολότερη την ταυτοποίηση του δικαιούχου τους, ακόμα και με μια απλή έρευνα στο Internet.
Επίσης, αν το προϊόν που προσφέρει ο προμηθευτής φέρει χαρακτήρες ηρώων (π.χ. Mickey Mouse, Χελωνονιντζάκια κ.λπ.), εμβλήματα (π.χ. εμβλήματα ποδοσφαιρικών ομάδων κ.λπ.), ή οτιδήποτε άλλο (σχέδια, φωτογραφίες κ.λπ.) τα οποία προστατεύονται σύμφωνα με τον Νόμο για την Πνευματική Ιδιοκτησία, τότε ο έμπορος θα πρέπει να ζητεί από τον προμηθευτή του πληροφορίες για το πώς απέκτησε το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται και να διαθέτει τέτοια προϊόντα στην αγορά και να ζητεί από αυτόν να του επιδείξει τα νομιμοποιητικά έγγραφα (άδειες χρήσης κι εκμετάλλευσης), για να διαπιστώσει αν πράγματι υπάρχει το δικαίωμα χρήσης κι εκμετάλλευσης αυτών των δικαιωμάτων. παραεμπορίου
Το επιχείρημα που πολλοί έμποροι προβάλλουν ενώπιον των Δικαστηρίων, ότι δηλαδή «δεν ήξεραν ούτε ήταν σε θέση να γνωρίζουν» ότι ένα προϊόν ήταν πειρατικό ή απομιμητικό δεν τους απαλλάσσει κατά κανόνα από τις ποινικές ευθύνες τους, δεδομένου ότι, ειδικά ως προς την προσβολή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει ότι αυτός που θέλει να προβεί στην εκμετάλλευση τέτοιων δικαιωμάτων οφείλει να καταβάλλει τη δέουσα επιμέλεια, για να διαπιστώνει ποιος είναι ο πραγματικός δικαιούχος αυτών των δικαιωμάτων και να αποκτά την απαραίτητη άδεια από αυτόν. Επίσης, οφείλει να ελέγχει όλη τη σειρά των νομιμοποιητικών εγγράφων (συμβάσεων εκχώρησης) από τον αρχικό δικαιούχο μέχρι και τον φερόμενο ως δήθεν δικαιούχο των δικαιωμάτων, για να διαπιστώσει ότι η εκμετάλλευση είναι νόμιμη και γίνεται με την άδεια του δικαιούχου. Ακόμη, ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει επανειλημμένως ότι ο δόλος εκείνου που διαπράττει το αδίκημα της κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας υπάρχει πάντα, όταν αυτός που κάνει την εκμετάλλευση (π.χ. έμπορος) δεν έχει αποκτήσει την άδεια από τον δικαιούχο, είτε απευθείας είτε μέσω διαδοχικών συμβάσεων. παραεμπορίου
Με απλά λόγια, τα Δικαστήρια κρίνουν ότι η έλλειψη δόλου αποκλείεται, όταν λείπει η ρητή άδεια του δικαιούχου των πνευματικών δικαιωμάτων για τη συγκεκριμένη εκμετάλλευση (δηλαδή για την ενσωμάτωση του πνευματικού έργου στο συγκεκριμένο προϊόν). Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, τα Δικαστήρια απορρίπτουν τους ισχυρισμούς των εμπόρων περί πλήρους άγνοιας ή αδυναμίας γνώσης, κρίνοντας ότι οι έμποροι, ως επαγγελματίες του οικείου κλάδου, έχουν τη δυνατότητα και την εμπειρία να διαπιστώσουν αν ένα προϊόν είναι γνήσιο ή όχι, καθώς και να ξεχωρίσουν τα γνήσια από τα μη γνήσια προϊόντα, τα οποία πολλές φορές συνυπάρχουν στο ίδιο ράφι. Άλλο επιχείρημα των εμπόρων που συχνά προβάλλεται ενώπιον των Δικαστηρίων είναι ότι αγόρασαν τα προϊόντα με νόμιμα παραστατικά. Ούτε αυτό, όμως, τους απαλλάσσει από τις ευθύνες τους, αναφορικά με την προσβολή δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.
Είναι, λοιπόν, σαφές ότι το εμπόριο των πειρατικών προϊόντων και των προϊόντων παραποίησης – απομίμησης είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνη δραστηριότητα, με πολλούς και σοβαρούς κινδύνους για όλους τους εμπλεκόμενους επαγγελματίες. Μάλιστα, ενώ εκ πρώτης όψεως φαντάζει ως επικερδής δραστηριότητα, στην πραγματικότητα υφίσταται σημαντικός κίνδυνος να υποχρεωθεί κανείς να καταβάλλει ποσά υπερπολλαπλάσια των όποιων κερδών του και, βεβαίως, να υποστεί και σοβαρότατες ποινικές κυρώσεις. Θα πρέπει, λοιπόν, να είναι κανείς πολύ προσεκτικός, να μην παρασύρεται στη διάθεση προϊόντων με μοναδικό γνώμονα το μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους και να μη διαθέτει στο κατάστημά του προϊόντα, χωρίς προηγουμένως να έχει ελέγξει τη νομιμότητά τους. παραεμπορίου