Ηλικιωμένοι «στόκαραν» τα χαρτιά υγείας εν μέσω κορονοϊού.
Τα χαρτιά υγείας αποτέλεσαν μια από τις κατηγορίες προϊόντων που έγιναν ανάρπαστα στα σούπερ και μίνι μάρκετ, μετά τη γνωστοποίηση του πρώτου κρούσματος κορονοϊού και στην Ελλάδα. Παρά τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης για επάρκεια αγαθών στην αγορά, ένα σημαντικό ποσοστό καταναλωτών παγκοσμίως έσπευσε να «στοκάρει» χαρτιά τουαλέτας, εξαφανίζοντάς τα από τα ράφια.
Μια νέα διεθνής δειγματοληπτική έρευνα από Γερμανούς επιστήμονες αποκαλύπτει τα κυριότερα γνωρίσματα όσων έσπευσαν να «στοκάρουν» χαρτιά τουαλέτας στο σπίτι τους. Σε γενικές γραμμές, είναι οι μόνιμα αγχώδεις τύποι, οι συστηματικά οργανωτικοί και τελειομανείς, καθώς και γενικότερα οι ηλικιωμένοι.
Οι ερευνητές μελέτησαν μέσω ερωτηματολογίων, που αναρτήθηκαν στα κοινωνικά δίκτυα, τη συμπεριφορά, τον χαρακτήρα και τα δημογραφικά χαρακτηριστικά 1.029 ανθρώπων από 35 χώρες (μεταξύ των οποίων η Ελλάδα) μετά το ξέσπασμα της πανδημίας Covid-19 τον Μάρτιο στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Μερικές εταιρείες παραγωγής χαρτιών τουαλέτας ανέφεραν ότι η ζήτηση για τα προϊόντα τους αυξήθηκε έως κατά 700%, παρ’ όλες τις εκκλήσεις των κυβερνήσεων (και στη χώρα μας) ότι δεν υπήρχε λόγος πανικού, καθώς η τροφοδοσία της αγοράς ήταν εξασφαλισμένη. Όπως προκύπτει από την ανάλυση του ψυχολογικού προφίλ των συμμετεχόντων στην έρευνα, το Νο 1 γνώρισμα όσων γέμισαν το σπίτι τους με χαρτιά τουαλέτας, ήταν το πόσο άγχος και απειλή ένιωσαν από την πανδημία. Όσο μεγαλύτερη ήταν η απειλή που ένιωθαν, τόσο περισσότερα χαρτιά αγόρασαν. Σε σημαντικό βαθμό, αυτό είχε να κάνει γενικότερα με το πόσο συναισθηματικές αντιδράσεις έχει ένας άνθρωπος και ειδικότερα πόσο τείνει να αγχώνεται στη ζωή του για διάφορα πράγματα. Το δεύτερο γνώρισμα της προσωπικότητας που συνδέεται με τη μαζική αγορά χαρτιών τουαλέτας, είναι ο βαθμός ευσυνειδησίας, οργανωτικότητας, τελειομανίας, προβλεπτικότητας και σύνεσης που έχει κάποιος. Επίσης σε όλο τον κόσμο οι μεγαλύτερης ηλικίας «στοκάρισαν» περισσότερα χαρτιά από ό,τι νεότεροι, ενώ οι Αμερικανοί αγόρασαν περισσότερα από όσα οι Ευρωπαίοι. Πάντως οι ερευνητές επεσήμαναν ότι, παρά τις ανωτέρω διαπιστώσεις, «απέχουμε ακόμη πολύ από το να έχουμε κατανοήσει πλήρως το φαινόμενο».