Τονωτικές ενέσεις ρευστότητας αναμένει η αγορά μετά από ένα υποτονικό πρώτο τρίμηνο του 2024 με χαμηλούς τζίρους για τις εμπορικές επιχειρήσεις. Οι ανελαστικές δαπάνες, όπως το ακριβότερο κόστος στέγασης, τα ακριβότερα τρόφιμα και τα ακριβότερα καύσιμα δεν αφήνουν περιθώρια στα νοικοκυριά για άλλα έξοδα με τους εμπόρους να κάνουν λόγο για μία «μουδιασμένη» αγορά στο σύνολό της. Η επικείμενη εορταστική περίοδος του Πάσχα σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση του «καλαθιού του Πάσχα» και του «καλαθιού των Νονών» μέσα στον μήνα καθώς επίσης και τα θετικά μηνύματα για την τουριστική κίνηση ενισχύουν τις ελπίδες του εμπορικού κόσμου για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Την ίδια ώρα εντείνονται οι έλεγχοι στην αγορά από την πλευρά της πολιτείας για την αντιμετώπιση φαινομένων αισχροκέρδειας. Στο πλαίσιο αυτό, πρόσφατα το υπουργείο Ανάπτυξης ανακοίνωσε την επιβολή προστίμων συνολικού ύψους 1.380.000 ευρώ για αθέμιτη κερδοφορία σε 13 επιχειρήσεις.
«Η αγορά είναι σε πτώση όλο το πρώτο τρίμηνο του έτους. Το περιορισμένο εισόδημα των καταναλωτών διατίθεται κυρίως στην πληρωμή των αυξημένων ενοικίων και στα σούπερ μάρκετ με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι αγορές στο λιανεμπόριο» ανέφερε ο Μάκης Σαββίδης, αντιπρόεδρος Εμπορικού Συλλόγου Αθήνας (ΕΣΑ) και αντιπρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Ηλεκτρονικού Εμπορίου (GRECA). Ο ίδιος εκτιμά ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν αναμένεται να τονώσει τη ζήτηση όσο οι τιμές παραμένουν σε υψηλά επίπεδα ενώ ο τουρισμός αρχίζει σταδιακά να ενισχύει την κατανάλωση. «Το εμπόριο έχει εναποθέσει όλες τις ελπίδες του στον τουρισμό. Οι Έλληνες καταναλωτές δεν μπορούν να διορθώσουν το έλλειμμα ρευστότητας που παρατηρείται στην αγορά. Η ακρίβεια έχει επηρεάσει την ψυχολογία των καταναλωτών και έχει μεταβάλλει ριζικά τις αγοραστικές τους συνήθειες», υποστηρίζει ο κ. Σαββίδης.
Εστιάζοντας στις επιχειρήσεις ο κ. Σαββίδης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την επιτακτική λήψη μέτρων τόνωσης της ζήτησης με ταυτόχρονη ελάφρυνση των βαρών, ώστε να μπορέσει ο ισχυρότερος κλάδος της ελληνικής οικονομίας να αναπτυχθεί. Παράλληλα, σημειώνει ότι οι έμποροι που αποτελούν τον κορμό της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας βρίσκονται αντιμέτωποι με την ανύπαρκτη χρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα γεγονός που συνεχίζει να απειλεί την επιβίωση των επιχειρήσεων. Την ίδια ώρα η ψηφιακή γραφειοκρατία «πνίγει» τις ΜμΕ με αποκορύφωμα την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας αλλά και την διασύνδεση POS με ταμειακές μηχανές. Όλες αυτές οι διαδικασίες επιβαρύνουν ειδικά τις μικρές επιχειρήσεις με ένα επιπλέον κόστος που έρχεται να προστεθεί στα ήδη αυξημένα κόστη λειτουργίας τους καθιστώντας τες όλο και λιγότερο ανταγωνιστικές.