Οι ανατιμήσεις πληγώνουν τις αγορές

Προβλήματα καλούνται να αντιμετωπίσουν καταναλωτές και επιχειρήσεις τα τελευταία χρόνια, με την πανδημία από τη μια μεριά να ανατρέπει τα δεδομένα και τις ανατιμήσεις και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα από την άλλη να έχουν περιορίσει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Ως μείζον πρόβλημα καταγράφεται η αύξηση των τιμών στα είδη παντοπωλείου, είτε πρόκειται για ψώνια σε φυσικά καταστήματα (65%) είτε online (56%), με περισσότερους από τους μισούς συμμετέχοντες σε έρευνα της PwC (57%) να δηλώνουν ότι σχεδόν πάντα ή συχνά βρίσκονται αντιμέτωποι με αυξημένες τιμές. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εφοδιαστική αλυσίδα επηρεάζουν αρνητικά την καταναλωτική εμπειρία. Ανάμεσα σε αυτά, συμπεριλαμβάνεται η διαθεσιμότητα των προϊόντων (43% για εκείνους που αγοράζουν online και 37% για όσους ψωνίζουν από φυσικά καταστήματα), ο μεγάλος χρόνος παράδοσης για online αγορές (42%) καθώς και η μεγάλη αναμονή και κοσμοσυρροή στα φυσικά καταστήματα (36%).

Οι νεότερες γενιές είναι πρόθυμες να πληρώσουν περισσότερο για προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρουν άνεση, πρακτικότητα και ευκολία.

Οι καταναλωτές άλλαξαν τον τρόπο ζωή τους και τις αγοραστικές τους συνήθειες ως αποτέλεσμα της πανδημίας. Και όπως φαίνεται, πολλές από αυτές τις συνήθειες έχουν καθιερωθεί και θα ενισχυθούν μέσα στους επόμενους έξι μήνες. Συγκεκριμένα, το 63% των καταναλωτών που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι έχουν ήδη αυξήσει τις αγορές που πραγματοποιούν ηλεκτρονικά, ενώ αντίστοιχα το 42% μείωσε τις αγορές σε φυσικά καταστήματα. Οι μισοί από τους ερωτηθέντες μαγειρεύουν περισσότερο στο σπίτι και το 50% έχει αυξήσει τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την κατ’ οίκον διασκέδαση και ψυχαγωγία.

Κριτήριο για τα ψώνια η τιμή αλλά και η άνεση και ευκολία

Η τιμή αναδεικνύεται και φέτος, με διαφορά, ως το σημαντικότερο αγοραστικό κριτήριο, τόσο για το σήμερα (78%) όσο και για την επόμενη τριετία (78%), σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της PwC. Ωστόσο, και παρά τις δυσκολίες, συγκεκριμένες ομάδες καταναλωτών εμφανίζονται πρόθυμες να πληρώσουν περισσότερα για επιλεγμένες κατηγορίες προϊόντων, και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από τους καταναλωτές διεθνώς. Οι νεότερες γενιές είναι πρόθυμες να πληρώσουν περισσότερο για προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρουν άνεση, πρακτικότητα και ευκολία, η παραγωγική ηλικία 30-49 ετών για καλή εξυπηρέτηση πελατών και εμπειρία, ενώ οι μεγαλύτερης ηλικίας καταναλωτές ακολουθούν πιο συναισθηματικά κριτήρια, δείχνοντας προθυμία να πληρώσουν περισσότερα σε καταστήματα λιανικής της περιοχής τους ή για προϊόντα που παράγονται στη χώρα μας.

Παράλληλα, δύο στους τρεις (67%), και περισσότεροι μεταξύ των νεότερων ηλικιών, σκοπεύουν να πραγματοποιήσουν αγορές την επόμενη φορά που θα λάβει χώρα ένα μεγάλο αγοραστικό / εκπτωτικό γεγονός, ενώ οκτώ στους δέκα (83%) από αυτούς αναβάλλουν κάποιες αγορές που θέλουν να πραγματοποιήσουν μέχρι τότε. Ωστόσο, μόλις 15% δηλώνουν ότι θα ξοδέψουν περισσότερα στις εκπτώσεις σε σχέση με πέρσι, έναντι 53% που θα ξοδέψουν τα ίδια και 32% που θα ξοδέψουν λιγότερα.

Χωρίς τέλος οι ανατιμήσεις στα ράφια

Συνεχίζονται σταθερά τον τελευταίο καιρό οι ανατιμήσεις στα περισσότερα προϊόντα στα ράφια των σούπερ και μίνι μάρκετ, με το αλεύρι, το ψωμί για τοστ, το φρέσκο γάλα και τα μακαρόνια να έχουν γίνει πια πανάκριβα. Σύμφωνα με τα στοιχεία από την πλατφόρμα Παρατηρητήριο e-Καταναλωτής, η τιμή για επώνυμο αλεύρι για όλες τις χρήσεις (συσκευασία ενός κιλού) από 1,28 ευρώ την 1η Μαρτίου έφτασε την 1η Αυγούστου στα 1,86 ευρώ, αύξηση της τάξεως του 45%. Επώνυμο ψωμί για τοστ (συσκευασία 500 γρ.) που στις αρχές Μαρτίου η μέση τιμή του ήταν στα 1,85 ευρώ, στις αρχές Αυγούστου κατέγραψε αύξηση άνω του 18,9%, στα 2,20 ευρώ. Πανάκριβο και το φρέσκο γάλα (συσκευασία ενός λίτρου), που από 1,38 ευρώ έχει εκτοξευθεί στα 1,82 ευρώ, δηλαδή έχει ανατιμηθεί κατά 31%, ενώ ένα πακέτο μακαρόνια 500 γραμμαρίων, που πριν από πέντε μήνες στοίχιζε 97 λεπτά, πλέον πωλείται προς 1,20 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 23,7%. Νέες αυξήσεις καταγράφονται όμως και κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου. Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία από την πλατφόρμα Παρατηρητήριο e-Καταναλωτής, έχει αρχίσει να γίνεται ακόμη πιο ακριβό το καλάθι της νοικοκυράς, με προϊόντα όπως τα γαλακτοκομικά να επηρεάζονται από τη χαμηλή παραγωγή γάλακτος στη χώρα μας. Οι μεγαλύτερες ανατιμήσεις, πάντως, εκτιμάται ότι θα καταγραφούν στα εξής προϊόντα:

• Κρουασάν, τσουρέκια και κέικ έως 20%
• Τυριά έως 12%
• Σαπούνια και υγρά πιάτων έως 9%
• ζυμαρικά έως 8%
• καθαριστικά και μαλακτικά ρούχων έως 8%
• ρύζι έως 5%
• βούτυρο έως 5%

Το 60% των καταστημάτων αύξησαν τις τιμές τους

Ένα σημαντικό ποσοστό των επιχειρήσεων αναγκάστηκε να αυξήσει τις τιμές λόγω του αυξημένου λειτουργικού κόστους, ενώ άλλες εκφράζουν φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της λειτουργίας τους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το εξαμηνιαίο δελτίο οικονομικού κλίματος του IME ΓΣΕΒΕΕ, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ενισχύεται για τρίτο συνεχόμενο εξάμηνο και διαμορφώνεται στις 54,3 μονάδες, αλλά με σοβαρά προβλήματα ρευστότητας. Συγκεκριμένα, περισσότερες από 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (37,1%) δήλωσαν ότι έχουν μηδενικά ρευστά διαθέσιμα (27,8%) ή διαθέσιμα που επαρκούν λιγότερο από μήνα (9,2%). Παράλληλα, οι επιπτώσεις από τις ανατιμήσεις εντείνονται. Το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων συνεχίζει να αυξάνεται, καθώς με βάση τα ευρήματα της έρευνας αυξήθηκε μεσοσταθμικά το κόστος ενέργειας κατά 76%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 43,5%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 57,8% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 26,2%. Συνέπεια του αυξημένου κόστους λειτουργίας ήταν να καταγραφεί ιστορικά υψηλός αριθμός επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές πώλησης αγαθών/υπηρεσιών. Το πρώτο εξάμηνο του 2022, 6 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (59,2%) προχώρησαν σε αύξηση των τιμών τους