Η χρήση τερματικών POS στις εγχώριες συναλλαγές έχει αυξηθεί σημαντικά τον τελευταίο καιρό, με το μεγαλύτερο ποσοστό όμως, να αφορά σε κλάδους όπως σούπερ μάρκετ, πρατήρια υγρών καυσίμων, φαρμακεία και λοιπό λιανεμπόριο, σύμφωνα με έρευνα του ΙΟΒΕ.
Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) κατέγραψε από το πρώτο στάδιο εφαρμογής του νόμου για την εγκατάσταση τερματικών POS, μια σημαντική αύξηση του μεριδίου χρήσης καρτών σε κλάδους «χαμηλού ρίσκου φοροδιαφυγής» -όπως χαρακτηρίζονται οι παραπάνω κλάδοι- που καλύπτουν περισσότερο από το 85% της χρήσης καρτών πληρωμής.
Η πιο εκτεταμένη χρήση καρτών καταγράφεται στο λοιπό λιανεμπόριο (πλην σούπερ μάρκετ), με την αξία τους να διαμορφώνεται στο 46,8% επί του συνόλου των συναλλαγών με ηλεκτρονικά μέσα και τον αριθμό των συναλλαγών να αγγίζει το 50%. Ακολουθούν τα σούπερ μάρκετ με την αξία των συναλλαγών να ανέρχεται στο 16,6% του συνόλου και του αριθμού τους στο 25,9%, ενώ την τρίτη θέση καταλαμβάνουν τα πρατήρια καυσίμων, με την αξία των συναλλαγών να ανέρχεται στο 10,3% και ο αριθμός τους στο 10,6%.
Αντίθετα, η μελέτη του ΙΟΒΕ για τη χρήση του πλαστικού χρήματος στην Ελλάδα, σημειώνει ότι ο κλάδος των «επαγγελματιών» το 2017 συμμετείχε στον συνολικό τζίρο με πλαστικό χρήμα με μόλις 1,1%, ενώ ακόμα χαμηλότερα επίπεδα είναι ο αριθμός των συναλλαγών, ο οποίος αντιστοιχεί μόλις στο 0,5% του συνόλου. Πέραν των επαγγελματιών, ιδιαίτερα χαμηλό σε σχέση με το πραγματικό μερίδιο σε ιδιωτική κατανάλωση είναι σύμφωνα με το ΙΟΒΕ το ποσοστό χρήσης καρτών ως μέσο πληρωμής για υπηρεσίες «εστίασης και ποτών», που λαμβάνεται ως ενιαίος κλάδος. Στους τομείς δηλαδή που όχι μόνο παρατηρείται εκτεταμένη άρνηση αποδοχής καρτών, αλλά και έκδοσης αποδείξεων, ή και ακόμα, αν κοπεί απόδειξη, μπορεί να είναι και πλαστή.
Βάσει της ανάλυσης του ΙΟΒΕ με στοιχεία που έχουν παραχωρηθεί από τις τράπεζες, το 2017 η αξία των συναλλαγών με κάρτα στον κλάδο «εστίαση και ποτά» αντιστοιχούσε στο μόλις 4,2% του συνόλου της αξίας των συναλλαγών με κάρτα, ενώ ως προς τον αριθμό των συναλλαγών αντιστοιχούσαν στο 6,2%.
Οι παραπάνω δραστηριότητες χαρακτηρίζονται από τη μελέτη ως «μετρίου ή υψηλού ρίσκου φοροδιαφυγής», καθώς μπορούν να πραγματοποιηθούν συναλλαγές όπου ο παραγωγός ενδέχεται να μην εκδώσει απόδειξη και ιδιοποιείται τον ΦΠΑ, τον οποίο πληρώνει ο καταναλωτής ή ο καταναλωτής ενδέχεται να μην πληρώσει ή να πληρώσει μερικώς μόνο τον ΦΠΑ, έπειτα από συμφωνία με τον επιχειρηματία-επαγγελματία.