Οι αυξήσεις στις διεθνείς τιμές, που επηρέασαν και την ελληνική αγορά προβληματίζουν παραγωγούς, εισαγωγείς και επαγγελματίες, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς και του Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής, κ. Βασίλης Κορκίδης.
Ο κ. Κορκίδης προσθέτει πως οι φόβοι του προηγούμενου διαστήματος για ραγδαία άνοδο του κόστους παραγωγής και μεταφορών επαληθεύτηκαν, με τις πρώτες ανατιμήσεις να καταγράφονται σε μια μεγάλη γκάμα «ταχυκίνητων» καταναλωτικών προϊόντων.
Η αυξητική τάση αναμένεται μάλιστα να ενταθεί το επόμενο διάστημα, όπως εκτιμά, «καθώς έχουν δρομολογηθεί σημαντικές ανατιμήσεις που ήδη αποτυπώνονται στα ράφια, πλήττοντας τους καταναλωτές». Οι ανατιμήσεις, συνεχίζει ο ίδιος, πηγάζουν κυρίως από το κόστος των πρώτων υλών, λόγω της μειωμένης αποδοτικότητας στις μεγάλες παραγωγικές χώρες, την αύξηση της ζήτησης από την Ασία και τη συρρίκνωση των αποθεμάτων παγκοσμίως, ενώ σημαντικός παράγοντας είναι και η κερδοσκοπική αύξηση των ναύλων μεταφοράς container έως και 485%.
Στη συνέχεια ο πρόεδρος παραθέτει συγκεκριμένα στοιχεία. Σύμφωνα με το Γραφείο Έρευνας Αγοράς IRI και τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στις τιμές φυτικής και ζωικής παραγωγής και γενικά στη κατηγορία των τροφίμων, καταγράφεται το πρώτο τετράμηνο του 2021 σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 2020, αύξηση 3,6%. Πρώτοι στη λίστα των ανατιμήσεων είναι οι «εισαγόμενοι κωδικοί» και συγκεκριμένα το κρέας 17%, τα οπωροκηπευτικά 15%, τα όσπρια 8%, ζάχαρη, βρεφικά γάλατα 6%, τυριά, έλαια 5% και τα είδη ατομικής υγιεινής 1%.
Το ανησυχητικό είναι, προσθέτει ο ίδιος, πως πολλά ακόμη προϊόντα από το «καλάθι της νοικοκυράς» ετοιμάζονται να ακολουθήσουν το «ράλι των τιμών», που καταγράφεται εδώ και λίγους μήνες, δεδομένου ότι οι αντοχές των προμηθευτών για απορρόφηση του επιπλέον κόστους που υφίστανται είναι περιορισμένες. Παρά το γεγονός ότι δεν είναι εύκολο, οι επιχειρήσεις από την πλευρά τους προσπαθούν στο μέτρο των δυνατοτήτων τους να συγκρατήσουν τις τιμές και να αποτρέψουν οποιαδήποτε μετακύλισή στον τελικό καταναλωτή, αφού γνωρίζουν ότι οι αυξήσεις θα περιορίσουν τον όγκο πωλήσεων τους.