Το χύμα τσίπουρο συνεχίζει να ξεχωρίζει μεταξύ των αποσταγμάτων στα μίνι μάρκετ, με τη ζήτησή του να είναι μεγάλη, αλλά τη διάθεσή του να επιφυλάσσει κινδύνους για επαγγελματίες και καταναλωτές, και την αγορά να προσπαθεί
να καταπολεμήσει τον αθέμιτο ανταγωνισμό.
Του Bάιου Τασούλα
Τα αλκοολούχα ποτά εμφανίζουν σημαντική μείωση στην κατανάλωσή τους στην Ελλάδα από το 2009, εν μέσω κρίσης, με μοναδική εξαίρεση το τσίπουρο, το οποίο με βασικό «πυλώνα» του τα χύμα προϊόντα έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει τις «πιέσεις» στην αγορά μέσα από τα κανάλια της εστίασης και της μικρής λιανικής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην επταετία, μέχρι και το 2016, η κατανάλωση ούζου περιορίστηκε κατά 823.000 9λιτρα κιβώτια, ενώ η αντίστοιχη κατανάλωση τσίπουρου δεν ξεπέρασε τα 300.000 9λιτρα κιβώτια, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Χημείου του Κράτους και την ανάλυση του ΙΟΒΕ. Το γεγονός οφείλεται εν πολλοίς στο χύμα τσίπουρο και τσικουδιά, τα οποία αφορούν πλέον το 80% της κατανάλωσης στην Ελλάδα, αφού η μηδαμινή φορολόγησή τους έχει επιτρέψει τη διάθεση μεγάλων ποσοτήτων σε χαμηλές τιμές. Όμως, μεγάλο μέρος τους συχνά αποδεικνύεται επικίνδυνο, ενώ «πλήττει» σημαντικά και την αγορά των συσκευασμένων προϊόντων, μέσω αθέμιτου ανταγωνισμού.
Μόνο τυχαίο δεν είναι, άλλωστε, το γεγονός ότι καταγράφονται διαρκώς κρούσματα παράνομης διακίνησης χύμα αποσταγμάτων κυρίως από τις βαλκανικές χώρες (Βουλγαρία, Αλβανία, Σκόπια), τα οποία είναι αμφίβολης ποιότητας, με τον Σύνδεσμο Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων & Αλκοολούχων Ποτών να κάνει λόγο για σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Όπως έχει γίνει γνωστό, το 2016 εξετάστηκαν μόλις 332 δείγματα χύμα τσίπουρου από μικρούς αποσταγματοποιούς από το Γενικό Χημείο του Κράτους, με τα αποτελέσματα να είναι απογοητευτικά, αφού μόνο τα 178 δείγματα βρέθηκαν κανονικά όσον αφορά τη σύσταση και τις προδιαγραφές, ενώ 19 εξ αυτών βρέθηκαν μη ασφαλή για την υγεία.
Μόνο 178 από τα 332 δείγματα χύμα τσίπουρου «πέρασαν» τους ελέγχους του Γενικού Χημείου του Κράτους, με 19 εξ αυτών να κρίνονται μη ασφαλή για τους καταναλωτές.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΕΑΟΠ έχει τονίσει την ανάγκη καταπολέμησης του λαθρεμπορίου, αλλά τη μείωση της φορολογίας στην αγορά του τσίπουρου, καθώς σήμερα επικρατεί η ανισομερής φορολόγηση και η έλλειψη ελέγχου στα χύμα προϊόντα, με αποτέλεσμα η παραγωγή από μικρούς αποσταγματοποιούς να υπολογίζεται σε 2 φορές μεγαλύτερη, αλλά, ανεπίσημα, πάνω από 7 φορές μεγαλύτερη σε σχέση με τα συσκευασμένα αποστάγματα, στερώντας από το κράτος εκατ. ευρώ κάθε χρόνο μέσω της φορολογίας.
Το ζήτημα των μικρών αποσταγματοποιών
Στα μίνι μάρκετ είναι δεδομένο ότι επικρατούν πια οι μικροί αποσταγματοποιοί και το χύμα τσίπουρο, εξαιτίας και της χαμηλής τιμής του. Όμως, από τα 24 εκατ. λίτρα που διακινούνται κάθε χρόνο στην αγορά, μόνο τα 5 με 7 από αυτά προέρχονται από επίσημους διημέρους αποσταγματοποιούς, οι οποίοι ελέγχονται από τις αρμόδιες αρχές για την ποιότητα και την ασφάλεια των προϊόντων. Το ζήτημα με τους μικρούς διημέρους αποσταγματοποιούς βασίζεται στη νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία κάθε ιδιοκτήτης αμπελιού έχει το δικαίωμα να αποστάξει έως 1.200 κιλά στέμφυλα και να παράξει έως 7.100 κιλά απόσταγμα περίπου έως 40% vol.
Η νομοθεσία αφορούσε αρχικά την «οικογενειακή» παραγωγή και κατανάλωση τσίπουρου σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, όμως έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις τα επόμενα χρόνια και σήμερα, με βασικό κίνητρο την κερδοσκοπία, η παραγωγή χύμα τσίπουρου (ή τσικουδιάς) αυξάνεται με παράνομες πρακτικές, καθώς υπάρχει αδυναμία να τηρηθούν οι νόμιμες προδιαγραφές παραγωγής. Παράλληλα, η έλλειψη αποτελεσματικών κρατικών ελέγχων και η εξαιρετικά υψηλή φορολόγηση των εμφιαλωμένων αλκοολούχων ποτών δημιουργούν ισχυρά κίνητρα για την εν λόγω έκνομη δραστηριότητα, όπως υποστηρίζει ο ΣΕΑΟΠ.
Οι φήμες για «χαράτσι» και το «φρένο» από το ΣτΕ στο κρασί
Η μη αντιμετώπιση του χύμα τσίπουρου αμφιβόλου ποιότητας και τα χαμένα έσοδα για το ελληνικό κράτος δημιούργησαν, πάντως, σενάρια για έξτρα φορολόγηση τόσο στο χύμα τσίπουρο όσο και στα συσκευασμένα προϊόντα, η οποία θα μπορούσε να «γονατίσει» ολόκληρη την αγορά. Πιο συγκεκριμένα, υπήρξαν συζητήσεις για αύξηση της φορολόγησης του τσίπουρου από τα 0,59 ευρώ και τα 5,1 ευρώ, αντίστοιχα, στα 6 ευρώ το λίτρο συνολικά ως ισοδύναμο μέτρο, για να καταργηθεί ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στο κρασί.
Για τις πωλήσεις χύμα τσίπουρου σε μίνι μάρκετ, θα πρέπει πλέον να εκδίδονται στοιχεία λιανικής πώλησης.
Η υπόθεση φαίνεται ότι έχει μπει πλέον στο «συρτάρι», ειδικά μετά την απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2018 από το ΣτΕ, το οποίο και έβαλε «φρένο» στον ΕΦΚ για την οινοπαραγωγή, ακυρώνοντας την απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών με την οποία εφαρμόστηκε ο ειδικός φόρος. «Η κατάργηση του άδικου φόρου, όπως εξαρχής τον είχαν χαρακτηρίσει οι οργανώσεις του κλάδου, είναι το πρώτο και σημαντικό βήμα για την αποκατάσταση της νομιμότητας στην αγορά οίνου», ανακοίνωσε σχετικά η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Αμπέλου και Οίνου.
Νέα δεδομένα με την υποχρεωτική απόδειξη
Μία σημαντική αλλαγή, όμως, σημειώθηκε εδώ και λίγους μήνες στην αγορά του χύμα τσίπουρου, αφού με απόφαση της ΑΑΔΕ που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ Β΄ 2102/08.06.2018) εισάγονται νέα στοιχεία που θα πρέπει να αναγράφονται στις αποδείξεις λιανικής στο χύμα τσίπουρο και την τσικουδιά. Πιο συγκεκριμένα, για τις πωλήσεις αποσταγμάτων σε χύμα μορφή σε ιδιώτες, εκδίδονται πλέον στοιχεία λιανικής πώλησης στα οποία, εκτός από τις προβλεπόμενες ενδείξεις, θα πρέπει να αναγράφονται υποχρεωτικά η ποσότητα και το είδος των παραδιδόμενων αγαθών.
Η υποχρέωση είναι καθολική και περιλαμβάνει τις πωλήσεις των παραπάνω προϊόντων, οι οποίες πραγματοποιούνται από καταστήματα λιανικής πώλησης, όπως κάβες, καταστήματα εστίασης, μίνι μάρκετ και λοιπά καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος. Τα στοιχεία λιανικής πώλησης αποσταγμάτων σε χύμα μορφή εκδίδονται υποχρεωτικά με τη χρήση Φορολογικού Ηλεκτρονικού Μηχανισμού (ΦΗΜ).
Είσοδος του χύμα τσίπουρου και στις λαϊκές αγορές
Εδώ και έναν χρόνο, βρίσκεται σε εφαρμογή μία ακόμη αλλαγή όσον αφορά το χύμα τσίπουρο, καθώς, σύμφωνα με σχετικό σχέδιο νόμου, «κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η πώληση γαλακτοκομικών προϊόντων αποκλειστικά σε λαϊκές αγορές και από ιδιοκτήτες “μικρών επιχειρήσεων” παραγωγής τυροκομικών προϊόντων – μη κτηνοτρόφους, κατά την έννοια του άρθρου 1 της 3724/162303/22.12.2014 κοινής απόφασης των υπουργών Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Β΄ 3438), εφόσον δεν διαθέτουν εμπορικό κατάστημα λιανικής πώλησης».
Ανάμεσα στα γαλακτοκομικά προϊόντα, όμως, περιλαμβάνεται και το προϊόν απόσταξης μικρών αποσταγματοποιών (διημέρων). Ειδικά για την πώληση χύμα τσίπουρου, μάλιστα, το Υπουργείο Οικονομίας έχει ανακοινώσει τη δημιουργία Μητρώου Μικρών Αποσταγματοποιών, με στόχο τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της συγκεκριμένης αγοράς, η οποία έχει «ανοίξει» πλέον και για τις λαϊκές αγορές σε όλη τη χώρα
Οι κίνδυνοι για τους καταναλωτές και η συσκευασίαΣε πολλές περιπτώσεις, η διακίνηση του χύμα τσίπουρου είναι τόσο παράνομη όσο και επικίνδυνη, γεγονός που θα πρέπει να προβληματίσει και τους επαγγελματίες της αγοράς για τα προϊόντα που διαθέτουν στα καταστήματά τους. Σύμφωνα με τις ενώσεις των παραγωγών (ΣΕΑΟΠ, ΕΝΑΠΑΠΕ, ΣΕΟ), οι νομοθετικές ρυθμίσεις στην Ελλάδα αφήνουν «ανοχύρωτο» τον καταναλωτή σε προϊόντα που δεν υποβάλλονται σε κανέναν ποιοτικό έλεγχο και δεν πληρούν προδιαγραφές ιχνηλασιμότητας, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία των καταναλωτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν αρκετές παρανοήσεις όσον αφορά τη συσκευασία του χύμα τσίπουρου, αφού δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμη μέσω νομοθεσίας ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να μεταφέρεται στα καταστήματα εστίασης και μίνι μάρκετ, γεγονός που έχει οδηγήσει σε συσκευασίες αμφίβολης ποιότητας και υψηλής επικινδυνότητας για τον τελικό καταναλωτή. Αυτή τη στιγμή, βάσει νόμου, ισχύουν μόνο τα εξής:
|