Μια τριπλή κρίση καλείται να διαχειριστεί η ελληνική βιομηχανία των επώνυμων τυποποιημένων Τροφίμων και Ποτών, με την ταυτόχρονη αύξηση του κόστους της ενέργειας, του κόστους πρώτων υλών λόγω της κλιματικής αλλαγής και του επιπρόσθετου κόστους που επιφέρουν σε ολόκληρη την αλυσίδα οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις από εθνικές και ευρωπαϊκές νομοθεσίες της πράσινης μετάβασης.

«Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που οι προκλήσεις είναι πολλαπλές και πολύπλοκες» ανέφερε πρόσφατα, στο πλαίσιο ετήσιας γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων και Ποτών ο πρόεδρος Ι. Γιώτης και εξήγησε: «Ζήσαμε πρωτοφανείς καταστάσεις με την πανδημία και την παγκόσμια διακοπή στη εφοδιαστική αλυσίδα. Βλέπουμε ξανά έναν πόλεμο στα σύνορα της Ευρώπης που έφερε τα πάνω κάτω στην ενέργεια αλλά και στην αύξηση των πρώτων υλών. Παράλληλα, η κλιματική κρίση χτυπά την ελληνική παραγωγή με τις συνέπειες να γίνονται ορατές καθημερινά σε μια σειρά προϊόντων. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το ελαιόλαδο, του οποίου η αύξηση έχει ξεπεράσει το 140% συγκριτικά με το 2020». Σε αυτό το περιβάλλον πρωταρχικό μέλημα της βιομηχανίας, σύμφωνα με τον κ. Γιώτη, είναι να προστατεύσει τον καταναλωτή που βάλλεται από την αύξηση του κόστους ζωής και να του διασφαλίσει επαρκή και προσιτά προϊόντα διατροφής».

Στο επίκεντρο της συνέλευσης του Συνδέσμου βρέθηκε το επίκαιρο ζήτημα των ανατιμήσεων. Ο κ. Γιώτης σημείωσε ότι παρά τις προκλήσεις, η επώνυμη βιομηχανία τροφίμων και ποτών όχι μόνο δεν κερδοσκοπεί αλλά κάνει μια τιτάνια προσπάθεια για να διατηρήσει τις τιμές προσιτές. Αναφέρθηκε στη μελέτη του ΙΕΛΚΑ, υπενθυμίζοντας ότι αν αφαιρεθεί ο ΦΠΑ, τον Ιανουάριο του 2024, το ελληνικό τυπικό καλάθι προϊόντων ήταν 25% φθηνότερο από αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Επίσης, αναφέρθηκε σε προκαταρτικά στοιχεία ειδικής μελέτης για τον πληθωρισμό στα επώνυμα, τυποποιημένα τρόφιμα που πραγματοποίησε ο ΣΕΒΤ σε συνεργασία με το ΙΟΒΕ όπου αποτυπώνεται με σαφήνεια ότι η βιομηχανία τροφίμων δεν τροφοδοτεί τον πληθωρισμό, καθώς τον Απρίλιο ο πληθωρισμός των επώνυμων, τυποποιημένων τροφίμων – εξαιρουμένου του ελαιόλαδου-ήταν μόλις 0,6%. «Ο κλάδος των τροφίμων αδίκως έχει βρεθεί στο στόχαστρο της κριτικής» τόνισε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε: «η κλιματική κρίση, η πράσινη μετάβαση, οι σχετικές ευρωπαϊκές πολιτικές και ο αυξανόμενος διεθνής ανταγωνισμός θα συνεχίσουν να πιέζουν την παραγωγή και τις τιμές των τροφίμων».

Σύμφωνα με τον ίδιο, οι βιομηχανίες, όχι μόνο δεν κερδοσκόπησαν, αλλά απορρόφησαν μεγάλο μέρος των αυξήσεων, εκτός ελαιολάδου, για να προστατεύσουν τον καταναλωτή. Εξετάζοντας τους ισολογισμούς 2022 σημαντικού μέρους των μελών του Συνδέσμου και αφαιρώντας έκτακτα κέρδη από εξαγορές και συγχωνεύσεις, διαπιστώνεται ότι τα καθαρά κέρδη του σημαντικού αυτού μέρους των επιχειρήσεων της βιομηχανίας τροφίμων και ποτών, εμφάνισαν μείωση -7,5%.