Οι μελέτες που εκπόνησε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για λογαριασμό του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων αναδεικνύουν τη θετική επίδραση του κλάδου Τροφίμων και Ποτών στην ελληνική οικονομία και τη διαχείριση των πληθωριστικών πιέσεων.
Η πρώτη μελέτη υπογραμμίζει τη σημασία του κλάδου στην ελληνική οικονομία, αναφέροντας ότι συντηρεί 163.000 άμεσες θέσεις εργασίας και κατέχει την πρώτη θέση σε αξία παραγωγής στη μεταποιητική βιομηχανία με ποσοστό 24,4%. Επίσης, ο κλάδος αποτελεί τον μεγαλύτερο εργοδότη στη μεταποίηση, απασχολώντας το 40% των εργαζομένων, εκ των οποίων πολλοί είναι απόφοιτοι πανεπιστημίων, δείχνοντας τη δυνατότητα δημιουργίας ποιοτικών θέσεων εργασίας. Επιπλέον, είναι σημαντικός επενδυτής σε έρευνα και ανάπτυξη, με κορυφαία επίδοση στην Ευρώπη.
Η δεύτερη μελέτη επικεντρώνεται στον πληθωρισμό στα είδη διατροφής, σημειώνοντας ότι η εγχώρια παραγωγή τροφίμων διατήρησε ηπιότερο ρυθμό αύξησης των τιμών από το 2020 έως σήμερα σε σχέση με τα εισαγόμενα τρόφιμα. Τα ευρήματα βασίζονται σε στατιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της EUROSTAT, τα οποία καταδεικνύουν τη σημαντική συμβολή του κλάδου στην οικονομία και στην αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων.
Στη μελέτη του ΙΟΒΕ για τον πληθωρισμό στα είδη διατροφής στην Ελλάδα, αναλύθηκαν επίσης τα στοιχεία της εξέλιξης του πληθωρισμού τροφίμων. Συγκεκριμένα, από τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της EUROSTAT που επεξεργάστηκε το ΙΟΒΕ (έως και τον Μάιο του 2024), διαφαίνεται ότι:
Ο πληθωρισμός των τυποποιημένων τροφίμων εξαιρουμένου του ελαιόλαδου, τον Μάιο του 2024 ήταν -0,8%,δείχνοντας ότι έχει εισέλθει σε φάση σταδιακής αποκλιμάκωσης από τις αρχές του 2024 και μετά.
Εξαιρώντας το ελαιόλαδο, οι τιμές των τυποποιημένων τροφίμων κατά μέσο όρο έχουν παραμείνει ουσιαστικά αμετάβλητες από τον Μάρτιο του 2023.
Εξετάζοντας συνδυαστικά τους Δείκτες Τιμών Εισαγωγών και Τιμών Παραγωγού για τον κλάδο των τροφίμων διαπιστώνεται ότι από το 2020 οι τιμές των παραγόμενων τροφίμων (από τη Βιομηχανία) στη χώρα, αυξήθηκαν με χαμηλότερο ρυθμό συγκριτικά με τα εισαγόμενα, υποδεικνύοντας ότι η εγχώρια παραγωγή απορρόφησε τις αυξήσεις κόστους, πιο ομαλά για τον καταναλωτή.