Οι μπάρες δημητριακών και πρωτεΐνης αποτελούν μια κατηγορία προϊόντων που «ταιριάζει» περισσότερο στη φύση των καταστημάτων μικρής λιανικής. Πρόκειται για snacks τα οποία ο καταναλωτής προμηθεύεται ευκολότερα καθ’ οδόν από ένα μίνι μάρκετ ή ένα περίπτερο, χωρίς να χάνει χρόνο από άλλες δραστηριότητές του, περιμένοντας στις «ουρές» των ταμείων στο σούπερ μάρκετ.
Της Ελένης Σαραντάκη
«Τρέχουν» με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 5,4%
Tα περισσότερα μίνι μάρκετ και περίπτερα στην Ελλάδα έχουν επενδύσει τα τελευταία χρόνια στην κατηγορία της μπάρας, είτε πρόκειται για προϊόντα με βάση τα δημητριακά είτε κωδικούς ενισχυμένους σε πρωτεΐνη. Η κίνηση αυτή είναι απολύτως λογική, καθώς η εν λόγω κατηγορία εξακολουθεί να αναπτύσσεται ραγδαία με βασικό κανάλι πώλησης τα καταστήματα της μικρής λιανικής παγκοσμίως. Οι μπάρες αποτελούν ένα «αθώο» σνακ που έχει μπει δυναμικά στην καθημερινότητα και των Ελλήνων, αφού μπορεί να αντικαταστήσει εύκολα το πρωινό και να καλύψει τις ανάγκες κάθε ηλικιακής ομάδας. Τα στοιχεία της αγοράς κάνουν φανερό ότι σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για μια παροδική μόδα, αλλά για μια δυναμική τάση με μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης. Πρόσφατη έρευνα της Mordor Intelligence, μάλιστα, σημειώνει ότι η παγκόσμια αγορά στην κατηγορία της μπάρας δημητριακών προβλέπεται να αγγίξει τα 20,4 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2024, με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 5,4%.
Παράλληλα, η αγορά των Protein Bars, το ίδιο χρονικό διάστημα, αναμένεται να καταγράψει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 4,23%. Υπολογίζεται ότι ένα εκατομμύριο Έλληνες τρώνε συστηματικά μπάρες δημητριακών, με τη μεγαλύτερη κατανάλωση να λαμβάνει χώρα στα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως στην Αθήνα. Η συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών, το 70%, είναι γυναίκες. Οι γυναίκες εμφανίζονται πιο ευαισθητοποιημένες στα θέματα υγιεινής διατροφής, ενδιαφέρονται για τον έλεγχο του βάρους τους κι επηρεάζονται περισσότερο από τα πρότυπα που προβάλλουν τα Social Media.
«Οι μπάρες δημητριακών “φεύγουν” αρκετά εύκολα από τα ράφια των μίνι μάρκετ, καθώς αποτελούν μια καθημερινή λύση πρωινού ή απογευματινού snack»
Πού οφείλεται, όμως, η ολοένα αυξανόμενη ζήτηση για μπάρες, η οποία μπορεί να αποτελέσει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την αύξηση των εσόδων και των μίνι μάρκετ; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι αρκετά απλή. Πρόκειται για προϊόντα που «γεννήθηκαν» για να εξυπηρετήσουν τον σύγχρονο τρόπο ζωής και ευθυγραμμίζονται πλήρως με τις νέες διατροφικές τάσεις. Υπό το «πρίσμα» της υγιεινής διατροφής, το εν λόγω snack ταυτίστηκε στη συνείδηση του καταναλωτή με την ευεξία και το ευ ζην, ενώ ταυτόχρονα είναι ιδανικό μίνι γεύμα για το αγοραστικό κοινό που κινείται σε γρήγορους ρυθμούς και δεν βρίσκει χρόνο ακόμα και για την προετοιμασία ενός απλού πρωινού.
«Εκτόξευσε» την κατηγορία η ανησυχία για την υγεία
Ο σημαντικότερος, ίσως, λόγος που η κατηγορία της μπάρας «άνθισε» την τελευταία δεκαετία είναι το γεγονός ότι οι νεότεροι, κυρίως, καταναλωτές τοποθετούν σε πρώτο «πλάνο» την υγεία και την καλή φυσική τους κατάσταση. Οι σύγχρονες γενιές είναι αρκετά ενημερωμένες σε θέματα διατροφής και ασκούνται πιο συστηματικά από τους παλαιότερους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να απομακρύνουν σταδιακά από το καθημερινό τους διαιτολόγιο επιλογές με μεγάλες ποσότητες ζάχαρης ή λιπαρών, αντικαθιστώντας τες με snacks που είναι νόστιμα και παράγονται με βάση τα δημητριακά, τα φρούτα και πάσης φύσεως superfoods. Οι cereal bars «φεύγουν» αρκετά εύκολα από τα ράφια της μικρής λιανικής, καθώς αποτελούν μια εύκολη υγιεινή λύση πρωινού ή απογευματινού snack. Μεγάλο πλεονέκτημά τους είναι ότι επιτρέπουν στον καταναλωτή να μείνει πιστός στις διατροφικές του συνήθειες με ένα προϊόν που βρίσκει στο γειτονικό του κατάστημα και δεν χρειάζεται να το προετοιμάσει στο σπίτι αφιερώνοντας πολύτιμο χρόνο.
«Οι γεύσεις που κατέχουν τα πρωτεία στην παγκόσμια αγορά και τις προτιμούν επίσης και οι Έλληνες καταναλωτές είναι η σοκολάτα, το φυστικοβούτυρο, η καραμέλα, η μπανάνα, το μέλι και η φράουλα».
Η γεύση παίζει τoν ρόλο της
Μπάρες δημητριακών και πρωτεΐνης κυκλοφορούν πλέον αναρίθμητες στην αγορά, καθώς στον κλάδο δραστηριοποιούνται μεγάλες πολυεθνικές, ελληνικές βιομηχανίες αλλά και μικρότερες επιχειρήσεις που προσφέρουν μια ευρεία γκάμα στον επαγγελματία και στο αγοραστικό κοινό. Οι γεύσεις που κατέχουν τα πρωτεία στην παγκόσμια αγορά και τις προτιμούν επίσης και οι Έλληνες καταναλωτές είναι η σοκολάτα, το φυστικοβούτυρο, η καραμέλα, η μπανάνα, το μέλι και η φράουλα. Η μεγάλη ποικιλία επιλογών είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της κατηγορίας και έχει συντελέσει σημαντικά στην περαιτέρω ανάπτυξή της. Πρόκειται για προϊόντα που συνδέονται αρκετά με τις αυθόρμητες αγορές, γεγονός που ευνοεί τη μικρή λιανική, όμως παρουσιάζουν υψηλές πωλήσεις τόσο στα σούπερ μάρκετ όσο και στο online κανάλια.
Στην ελληνική αγορά τη μερίδα του «λέοντος» κατέχουν γνωστές εταιρείες. Κορυφαία brands, σε παγκόσμια κλίμακα, όπως η Kellogg’s, η Nestlé και η PepsiCo με τα Quaker δραστηριοποιούνται ενεργά στις μπάρες δημητριακών και στην Ελλάδα, όπου όμως μπορεί να βρει κανείς στα ράφια και προϊόντα παραδοσιακών δυνάμεων της χώρας, όπως η Ε.Ι. Παπαδόπουλος με τις μπάρες Digestive που κατέχουν, μάλιστα, ηγετικό μερίδιο στην εγχώρια αγορά. Η πρώτη μεγάλη εταιρεία που εστίασε στις μπάρες πρωτεΐνης στην Ελλάδα ήταν η ΙΟΝ, η οποία έχει μεγαλώσει αρκετά το εν λόγω χαρτοφυλάκιό της τα τελευταία χρόνια.